Βιβλία

Η κρεμμυδαποθήκη

Το κρύο είναι τσουχτερό απόψε.

Σε διαπερνά όπως ο κάθε Λαύκος, όπως ο κάθε θάνατος.

Η πλατεία σε αποχαιρέτησε στροβιλίζοντας

τα πλατανόφυλλα της. Στρώμα υπόκωφων ήχων

στο πέρασμα μου. Κάνει κρύο μέσα

στην εκκλησία. Είμαστε παγωμένες Κατίνα.

Η καμπάνα ηχεί πένθιμα. Ποια από τις δυο μας πεθαίνει;

Το χώμα μυρίζει μούχλα. Καιρό είχε να αεριστεί.

Να που ήρθε η ώρα. Για όλα έρχεται η γαμημένη η ώρα.

Τα κοράκια δεν βλέπουν την ώρα να αποδημήσουνε.

Το Πήλιο φόρεσε τα γιορτινά του.

Αποκαΐδια ηθικής

Κουβαλώ στις πλάτες μου μια κούραση.

Την κούραση όλου του κόσμου.

Ένας κόσμος που διατείνεται

ότι χειρίζεται την αμφισβήτηση σαν ξίφος

και που διακατέχεται από μια και μόνο ιδέα

μήπως κάποια μέρα

η εγγύτητα του θανάτου

Τον οδηγήσει στη «δειλία της μεταστροφής».

Επιθύμησα έναν τάφο.

Έστω από σκόνη.

Anthologie Junger Österreichischer Lyriker*innen | Ανθολογία Νέων Αυστριακών ποιητών

Φυσικά και είναι μεγάλος ο πειρασμός το να ερμηνεύουμε ποιήματα, και σε αυτόν τον πειρασμό δεν υποκύπτουν μόνο οι αναγνώστες. Όμως, δεν θα όφειλε η ποίηση να μιλά από μόνη της; Κατ’ επανάληψη, τα ποιήματα θεωρούνται μια προσπάθεια αυτών που γράφουν να έρθουν σε διάλογο με τον προϋπάρχοντα κόσμο για να τον καταστήσουν πιο κατανοητό και πιο υποφερτό. Αυτοί οι ανιχνευτές της ασάφειας, που αποσκοπούν στην ανάκτηση της σαφήνειας, αποτελούν βοηθήματα για τους αναγνώστες. Επιπλέον, αποτελούν προτάσεις συλλογισμού για εκείνους που, παράλληλα με τη συνήθης κενολογία των μέσων μαζικής ενημέρωσης, ενδεχομένως και να περιμένουν να αντιτάξουν τα δικά τους επιχειρήματα ή να συμφωνήσουν με αυτή. Αυτή η συμφωνία υποδηλώνει πως δεν είναι μονάχοι τους με τις απόψεις τους. Η παραδοχή αυτή βρίσκει επιβεβαίωση κατά την ατομική αναζήτηση για γνώση. Κανείς δεν θα έπρεπε να προσδοκά περισσότερα από τη λογοτεχνία.
από τον πρόλογο του Helmut Niederle 

 

 

Gedichte von Anna Ospelt | Ποιήματα της Άννας Όσπελτ

Στους δρόμους για το Σόνμπεργκ

στρώνω έλατα

στρώνω επιθυμίες

ακολουθώ το αργοπορημένο χιόνι

η ίδια έλατο

η ίδια χιόνι

όμως το πρώιμο χιόνι

τρίζει όταν λάμπει ο ήλιος

ο πατέρας μου μου δίνει το χέρι

ακουμπώ το πρόσωπο μου πάνω

σε αυτή την απαλή

και όλο απαλότερη χειρονομία

ανηφορίζουμε προς το Σόνμπεργκ.

 

∞ | ∞

 

Auf die Wege zum Schönberg

lege ich Tannen

lege ich Wünsche

ich geh den späten Schnee entlang

selbst Tanne

selbst Schnee

aber früher Schnee

der knistert wenn die Sonne hineinscheint

mein Vater gibt mir die Hand

ich lege mein Gesicht hinein

in diese weicher

und weicher werdende Geste

wir gehen zum Schönberg hinauf.

Ο πλοηγός του απείρου | Der Lotse der Unendlichkeit

Σπάνια μπορεί να βρει κανείς μια τόσο πλούσια ποιητική φωνή, σε διάρκεια, εύρος και βάθος, σαν του Τόλη Νικηφόρου, που να μπορεί να εκφράζει την πολιτισμική ψυχή του σύγχρονου ανθρώπου και Έλληνα. Γεννημένος στη Θεσσαλονίκη το 1938, έχει μέχρι σήμερα εκδώσει 39 βιβλία, 23 ποιητικά και 16 πεζογραφικά. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε 9 ευρωπαϊκές γλώσσες και έχουν συμπεριληφθεί σε ελληνικές και ξένες ανθολογίες, καθώς και σε βιβλία της Μέσης Εκπαίδευσης στην Ελλάδα και την Κύπρο. Το έργο του αποτελεί ένα καλλιτεχνικό παλίμψηστο της μεταπολεμικής λογοτεχνίας και ιστορίας. Ξεκινώντας από το 1966 η λογοτεχνική του παραγωγή διαγράφει όλο το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα και φτάνει μέχρι και σήμερα. 60 χρόνια συνεχούς δημιουργίας και προσφοράς.
από τον πρόλογο της Μαργαρίτας Παπαγεωργίου

Λέξεις αιχμηρές σαν πρόκες | Wörter spitz wie Nägel

Λέξεις αιχμηρές σαν πρόκες ο τίτλος τούτης εδώ της δίγλωσσης ανθολογίας Σύγχρονης Ελληνικής Ποίησης. Τίτλος που δεν επιλέχτηκε απερίσκεπτα ή τυχαία. Εμπνευσμένος είναι ο τίτλος από το ποίημα Ποιητική του Μανόλη Αναγνωστάκη, να μας θυμίζει πως η ποίηση οφείλει να χρησιμοποιεί λέξεις που να καρφώνονται στο χαρτί, να καρφώνονται στη γλώσσα, στο νου και στην καρδιά. Αυτές ήταν οι σκέψεις μου όταν άρχισα να καταπιάνομαι με την μελέτη της Σύγχρονης Ελληνικής Ποίησης. Γιατί ναι, έχουν περάσει από την ελληνική ποιητική σκηνή, από την Αρχαιότητα ως και την Μεταπολίτευση, ονόματα τρανά, παγκοσμίως αναγνωρισμένα, αφήνοντας αμύθητα ποιητικά κληροδοτήματα στους νεότερους. Αλλά σταμάτησε η ποιητική παραγωγή άραγε εκεί; Δεν έχουμε ποιητικές φωνές, στα πιο πρόσφατα χρόνια, στην σύγχρονη, την σημερινή εποχή, στον 21ο αιώνα, που να καρφώνουν τις λέξεις τους σαν πρόκες; Και αφού το ερώτημα δεν είναι ρητορικό, απαντώ με μια λέξη-πρόκα: όχι! Ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει. Οι ελληνικές ποιητικές φωνές και έχουν να πουν και θέλουν να μιλήσουν. Και έχουν να μοιραστούν και θέλουν να επικοινωνήσουν. Και είναι πολλές που όλο και πληθαίνουν που όλο και δυναμώνουν.

Περιοδικό diPgeneration

[… «Πλησιάστε, κύριοι μου!» ακούστηκε ξαφνικά μια φωνή. «Είσαστε βαθιά νυχτωμένοι». Ήταν ο φύλαρχος Φέγγος της Φωτιάς. «Πού περιφέρεστε νυχτιάτικα; Και τι αμφίεση είναι αυτή; Βγάλτε τις μύτες από σελιλόιντ! Ξεμασκαρευτείτε! Σας γνωρίζουνε. Τι μουσικά όργανα με κουδουνάκια είν’ αυτά που κουβαλάτε μαζί σας;»
«Είναι κουδουνάκια και σείστρες και τα μαστίγια του γελωτοποιού, με την άδεια σας».
«Και τι πνευστό είναι αυτό;»
«Είναι το χωνί της Νυρεμβέργης*».
«Και τι σβώλος από βαμβάκι είναι αυτός εκεί, στο σχοινί;»
«Είναι το καρουζελοαλογάκι Ιωάννης, με προσοχή τυλιγμένο σε βαμβάκι».
«Κουταμάρες! Τι δουλειά έχετε με το καρουζελοαλογάκι στην λιβυκή έρημο; Που το ’κονομήσατε το άλογο;» …]

 

* Η έννοια Nürnberger Trichter αναφέρεται, ειρωνικά και περιπαιχτικά, στο πώς μπορεί κανείς, χρησιμοποιώντας ένα χωνί, να γεμίσει γνώσεις τα κεφάλια των ανθρώπων.

Ποιήματα ανεμοδαρμένα | Poems adrift

Θλίψεις πολλές με κέρασες αιώνα

το είδος μου το εξευτέλισες

η οδύνη της τραγωδίας

η χαρά της τρομολαγνείας

δεν με εξευγένισε.

Δεν ανάρρωσα ακόμη

από την πολύμορφη κακοπάθεια.

Η βούληση μου ατόνησε.

Η σκέψη μου ναυάγησε.

Τα συναισθήματα μου νεκρώθηκαν.

Και συ ένστικτο που καγχάζεις,

πως δεν αποτεφρώνεσαι σε ψευδά μονοπάτια

άνοιξες διάπλατα πυρακτωμένα χαμόγελα

να καταχωνιάσεις σε χωράφι ανόργωτο

τον εαυτό μου.

Θα καταβοθρώσω τα πύρινα μέλη μου σε κερκόπορτα.

 

 

Ανθολογία σύγχρονης ελληνικής ποίησης εξ ιδίων

Θανάσιμα ή συγγνωστά

τι σημασία όμως έχει;

αφότου εκείνος ο Θωμάς κατέγραψε

επτά ο Ακινάτης

αμαρτήματα μας κάρφωσαν

μάς κάρφωσαν αυτοί οι άλλοι

πατεράδες σε σταυρό

ανθρώπινο θνητό και αθάνατο

συνάμα ούτε που θυμάμαι

ετούτη την ιστορική

στιγμή αν πρόσβαλλαν

την μεταξύ ημών αγάπη

μήτε αυτήν προς τον πλησίον

μόνο προς εσένα εσένα εσένα

δεν όχι μα διόλου!

πρόδωσαν

 

όμως αυτή δεν είναι η φύση των συντρόφων; δεν στο ψιθυρίσανε πατέρα;

 

ένοχη να νιώσω και ενοχή; τύψεις και ερινύες; it’s ok!

αιωνίου κολάσεως όμως;

βαρύ βαρύ το πυρ

το εξώτερον έλεος

και συγχώρηση κι ίσως ένα ψήγμα από αγάπη, you know?

Πατέρα;

 

Χρησμός

στεφανώσου το χρησμό το διφορούμενο |είπε| και σταύρωσε εκείνους τους ταλαίπωρους χρυσαετούς στη μνήμη ή στον ομφαλό του μονάκριβου πατέρα τρέξε τρέξε στα άδυτα κοντά στη μάντισσα θεά σε εκείνη την ιέρεια με δάφνες πέλανο και άλλους θησαυρούς και αναθεμάτισε την τύχη του κόσμου την λοξή στην έκσταση σου πάνω γιατί κάθαρση ο κόσμος σου δεν πρόκειται να βρει αν δεν την αμφισημία των πραγμάτων πρώτα αγαπήσεις

 

 

Ανθολόγιο μικρού διηγήματος για την νύχτα

[… Λίγα ήταν τα βήματα που κάνατε τρικλίζοντας, για να ισορροπήσετε τον κάθε ενδοιασμό σας. Και τότε ο άγνωστος άρχισε να σου μιλά για έναν παιδικό του φίλο, κάποιον Pessoa, που αυτός θαύμαζε και για ένα Καπνοπωλείο που από μικρός ήθελε να ανοίξει. Τον συναντούσε καθημερινά πίνοντας βυσσινάδα στα τραπεζάκια του Rex. Μιλάγανε ώρες ατελείωτες για ζωή και για γυναίκες και για ανεκπλήρωτους έρωτες. Μιλάγανε συνήθως μέχρι ο ορίζοντας να ροδίσει. Και τότε έπαιρνε τον δρόμο της επιστροφής, δίπλα στο κιγκλίδωμα της παραλίας. Νύχτωνε μέχρι να φτάσει από την μία άκρη ως την άλλη.

Ο άγνωστος σταμάτησε απότομα και σε αγκάλιασε σφιχτά από τους ώμους. Φοβήθηκε μην ήσουνα και συ σαν τον άλλον τον ποιητή, πλάσμα της φαντασίας του και χανόσουν στις πρώτες ηλιαχτίδες του ξημερώματος. Χωρίς προειδοποίηση. Χωρίς εξηγήσεις. Σαν χρόνιος εραστής έσκυψε και μύρισε τα μαλλιά σου. «Ωραία μυρίζεις», είπε και έγειρε και τα φίλησε. Και συ αποκαμωμένη από το ξενύχτι και την αναζήτηση, έγειρες πάνω στο πέτο του κρεμ σακακιού του και έκλεισες τα μάτια. …]

 

Η ποίηση ταξιδεύει εις Εύριπον

Ασύνειδα επιμένεις στην στερεότητα

των ουράνιων σχημάτων, επιμένεις

να δρασκελίσεις αμνήμονες

στιγμές και φριχτές συνειδήσεις

και κρυμμένη στο μισόφωτο

σαν πόρνη η λύτρωση

ανησυχεί μην ανιχνεύσεις

το ανθρώπινο της πρόσωπο

που υμνεί χαμηλόφωνα με λόγχες

σκεπάρνια και λόγιες κορώνες

το προφανές

που κατακλύζει ένα ποίημα

που διαμελίζει το θυμικό.

 

 

Ιστορίες πάθους και μαγειρικής

[… Μια κρεατομηχανή θα ήθελα, είπα και γύρισα την πλάτη μου καληνυχτίζοντας. Ναι, μια κρεατομηχανή θα ήθελα για δώρο επετείου. Αφού με ρώτησες, έχω το δικαίωμα να ζητήσω αυτό, που επιθυμώ περισσότερο από όλα τα δώρα του κόσμου. Ούτε κοσμήματα, ούτε ταξίδια. Ούτε λουλούδια, ούτε σοκολατάκια σε περίτεχνα κουτάκια. Μία κρεατομηχανή θα ήθελα, σαν αυτές που διαφημίζουν στη τηλεόραση. Αλέθουν λέει, όλα τα κομμάτια κρέατος και τα κάνουνε κιμά. Ναι, αυτή θέλω. Ένα μηχάνημα, όπου χώνεις ολόκληρα κομμάτια κρέατος και απ’ όπου βγαίνουν τέλεια στρογγυλοποιημένα σκουληκάκια. Τόσες και τόσες πολιτισμένες συζητήσεις κάναμε για το φαινόμενο του κρεοπώλη που βαριέται να αλέσει τον κιμά δύο και τρεις φορές. Το φρέσκο κρέας για να γίνει κιμάς, και ο κιμάς για να γίνει σουτζουκάκια, σαν αυτά της μανούλας μου, πρέπει να αλεστεί δύο και τρεις φορές, μου έλεγες, ενώ άστραφτε και βρόνταγε γύρω μου. Εντάξει, ας μην αδικήσω τον γάμο μας. Όλα άρχισαν να κατρακυλάνε, όταν θέλησα να σου φτιάξω το αγαπημένο σου φαγητό. …]

Όσα ο αφρός φλοισβίζει

Στο θώκο [που θρονιάστηκες]

Αν δεν τυφλωθείς

δεν μαζέψεις τις κραυγές

και τα λασπωμένα φύλλα

δεν κυλιστείς στο δάκρυ

με τα χαμένα πρόσωπα

αν δεν αγαπήσεις το αίμα

γλύψεις το φυτίλι

μνημονεύσεις τα πουλιά και τα λιοντάρια

δύσκολα θα μυρίσεις

μπαρούτι

καμένη σάρκα

και φρέσκο χώμα.

 

 

Τα υπογείως ανεωχθέντα

Κουβαλώ στις πλάτες μου μια κούραση.

Την κούραση όλου του κόσμου.

Ένας κόσμος που διατείνεται

ότι χειρίζεται την αμφισβήτηση σαν ξίφος

και που διακατέχεται από μια και μόνο ιδέα

μήπως κάποια μέρα

η εγγύτητα του θανάτου

τον οδηγήσει στη δειλία της μεταστροφής.

 

Επιθύμησα έναν τάφο.

Ας είναι και από σκόνη.

 

 

Σκέψεις

Τα μάτια μου μέσα από γκρίζες πηχτές βλέννες

αντικρίζουν τον κόσμο ανάποδα.

Το καλααζάρ μου κατατρώει τα σωθικά.

Το κορμί μου κάτω από το μαδημένο τρίχωμα

τόπους τόπους φωλιά παρασίτων έγινε.

Μου ρουφούνε το αίμα.

Κουράστηκα. Άδειασα. Γέρασα.

Οι πατούσες μου κοντέρ πιστό στη ζωή

προσμετρά χιλιόμετρα και χιλιόμετρα νυχτερινής αλητείας.

Αγέλαστη η μουσούδα μου οσφραίνεται

και σαλιώνει παλάμες τυχαίων περαστικών.

Μερικές φορές γρυλλίζω από αγαλλίαση

όταν χέρι συμπόνιας μου χαϊδεύει το πηγούνι.

Μα θυμώνω όταν η συμπόνια γίνεται απορία

και με σίχαμα του τολμήματος μου στερεί το χάδι.

Οίστρος βαθύς και ανεξέλεγκτος με ζευγάρωσε κάποτε

έσπειρα ομοιώματα της ράτσας μου στον δρόμο

και εσύ που μύριζες τα σκέλια

σπαρτάρισες πανευτυχής που έλαχε σε σένα η διαιώνιση της τύχης.

Από τότε πέρασαν χρόνια ή και αιώνες αναζήτησης.

Όμως χτες βρήκα στο κάδο των ανομημάτων μου ένα κοκαλάκι να γλείψω

και τσακώθηκα άγρια μαζί σου,

που θέλησα να το καταχωρήσω στη σκυλίσια συλλογή μου.

Μα και που με υπερβάλλοντα ζήλο από τα δόντια σου το άρπαξα,

τι έγινε;

Άλλο ένα με σήψη αμπαλαρισμένο γεγονός.

Εφ’ ενός γίγνεσθαι; 2

Παράδεισος

ακίνητη ήταν η γη και έτσι παραμένει

κι ας ήθελε ο Πτολεμαίος τον κόσμο

να γυρίσει και τον Παράδεισο

ως Ουρανό και ως Πύρρειο

με σφαίρες να γεμίσει εννιά

γύρω γύρω να πηγαίνουν ψυχές

γεμάτες να στροβιλίζονται

στις ομόκεντρες τροχιές τους.

 

Έλα, Βεατρίκη, πάρε κι εμένα

από το χέρι κι ας βαρύνει

εσένα η αμαρτία

της απόφασης

 

Αφού υποσχέσεις έδωσα και κράτησα και φιλοδοξίες και πράξεις αγάπης μπορεί και σοφίας, θρησκεία δεν θυμάμαι να υπερασπίστηκα μα ούτε και δίκαιους, οραματιστές και ευλογημένους, έχω ελπίδα, φίλη μου, να πάρω θέση στους Αγγέλους;

1 2