Βιβλία

Λέξεις αιχμηρές σαν πρόκες | Wörter spitz wie Nägel

Λέξεις αιχμηρές σαν πρόκες ο τίτλος τούτης εδώ της δίγλωσσης ανθολογίας Σύγχρονης Ελληνικής Ποίησης. Τίτλος που δεν επιλέχτηκε απερίσκεπτα ή τυχαία. Εμπνευσμένος είναι ο τίτλος από το ποίημα Ποιητική του Μανόλη Αναγνωστάκη, να μας θυμίζει πως η ποίηση οφείλει να χρησιμοποιεί λέξεις που να καρφώνονται στο χαρτί, να καρφώνονται στη γλώσσα, στο νου και στην καρδιά. Αυτές ήταν οι σκέψεις μου όταν άρχισα να καταπιάνομαι με την μελέτη της Σύγχρονης Ελληνικής Ποίησης. Γιατί ναι, έχουν περάσει από την ελληνική ποιητική σκηνή, από την Αρχαιότητα ως και την Μεταπολίτευση, ονόματα τρανά, παγκοσμίως αναγνωρισμένα, αφήνοντας αμύθητα ποιητικά κληροδοτήματα στους νεότερους. Αλλά σταμάτησε η ποιητική παραγωγή άραγε εκεί; Δεν έχουμε ποιητικές φωνές, στα πιο πρόσφατα χρόνια, στην σύγχρονη, την σημερινή εποχή, στον 21ο αιώνα, που να καρφώνουν τις λέξεις τους σαν πρόκες; Και αφού το ερώτημα δεν είναι ρητορικό, απαντώ με μια λέξη-πρόκα: όχι! Ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει. Οι ελληνικές ποιητικές φωνές και έχουν να πουν και θέλουν να μιλήσουν. Και έχουν να μοιραστούν και θέλουν να επικοινωνήσουν. Και είναι πολλές που όλο και πληθαίνουν που όλο και δυναμώνουν.

Λευκοί Νάνοι

και έπειτα∙

 

με τούτο δω το ποίημα
δεν θα διεκδικήσω καμιά πρωτοτυπία
για μένα, τον Μαμωνά και τη malaise du siècle∙
σαδιστική εξάλλου ήταν πάντοτε
η φλέβα του ειδώλου
σαν αντάμωνε το μαύρο με τον χρυσό
και το θειάφι με το φυτίλι
ντενεκέδες κοσμοκαλόγεροι, Εαυτούληδες της πόλης
ζυγίζουν νευρόσπαστα τη νοερή αξία
μέσα στην ασάφεια του χρόνου
και πυκνώνουν και πυκνώνουν ολοένα
στα πέπλα της αρένας

 

Πάμπολλες οι αλήθειες, κι εσύ δεν γνώρισες καμία;
Γιγαντώθηκες στη λογική, ποιο να’ ναι το σημάδι;

 

Στον πύργο της Βαβέλ σκαρφάλωσες
στον ουρανό και στον βωμό
και πιο πάνω και πιο πάνω και όλο πιο πάνω θέλησες
την πτώση να αποφύγεις

 

μα, εκείνο το φρούτο άλλοτε, μήλο κόκκινο δεν ήταν;

Ο πατέρας έφυγε

Η χαρουπιά

Πάλι τον συνάντησα, εκεί, στο αγαπημένο του σημείο. Στην είσοδο του χωριού. Καθισμένο στο «θρόνο» του, όπως αποκαλούσε το αυτοσχέδιο σκαμνί που ο ίδιος είχε κατασκευάσει. Κάτω από τη χαρουπιά που μετρούσε πλέον πάνω από μισό αιώνα ζωής. Από μικρό παιδί την επισκέπτονταν, μια να τη ποτίσει και να τη φιλέψει φλούδες από φρούτα και ζαρζαβάτια και μια να την ευχαριστήσει, που την είχε συντροφιά. Και κάθονταν στις ρίζες της τότε και της ψιθύριζε λόγια τρυφερά κι εκείνη τον ευχαριστούσε για τα κεράσματα και τις καλές κουβέντες και λικνίζονταν παιχνιδιάρικα πέρα δώθε, και όλο θρόιζε με το πυκνό της φύλλωμα. Εκεί λοιπόν στον θρόνο του, με μια μαγκούρα ανάμεσα στα πόδια και τα χέρια ακουμπισμένα πάνω της, αφουγκράζονταν τους ήχους. Γιατί ήχους, όπως έλεγε, κατείχαν όλα τα πλάσματα της φύσης κι όχι μόνο εκείνα, που ο θεός τα αντάμειψε με τη λαλιά. Και τα λουλούδια και τα χορτάρια είχανε φωνή. Πόσο μάλλον τα δέντρα, όπως ετούτη δω η χαρουπιά, που χειμώνα καλοκαίρι του μίλαγε, κουνώντας τα φύλλα της, κι ας μην άρθρωνε λέξεις κατανοητές στων ανθρώπων το αυτί. Εκεί στην είσοδο του χωριού, άκουγε το θρόισμα των φύλλων της χαρουπιάς, που άλλοτε γλυκομίλητα του μετέφερε μηνύματα και άλλοτε με μένος και οργή του ούρλιαζε τα μαντάτα του κόσμου. Και εκείνος δεν της απάνταγε ποτέ, δεν ανταποκρίνονταν στα παράξενα ετούτα τα καμώματα, μόνο χαμογελούσε κάποιες φορές και άλλοτε αναστέναζε βαθιά, αλλάζοντας πλευρό στο μάγουλο και στο αυτί, που της έδινε προσοχή. Στις άπνοες μέρες πάλι, βυθίζονταν και οι δυο τους στη σιωπή. Όλα αυτά τα χρόνια μόνο μια φορά, θυμάμαι, να χάλασε τη στάση του κορμιού του και να άνοιξε τα μάτια του, ψάχνοντας της χαρουπιάς την ψυχή, να επιβεβαιώσει την είδηση, που μόλις τώρα του μήνυσε εκείνη λυπημένη. Πνίγηκα, λέει, στα μαύρα νερά της Μεσογείου. Ο πατέρας αναρίγησε, τραντάχτηκε σύγκορμος, σαν να ήθελε να αποτινάξει το κακό μα και αμέσως πάλι, σφάλισε τα θολά του μάτια και ακούμπησε το μάγουλο στα χέρια πάνω στη μαγκούρα. Κάτι παιχνίδια, σκέφτηκε, που κάνει ο αγέρας και νομίζεις πως έχει λαλιά η χαρουπιά. «Αύριο θα φέρω το πριόνι» γύρισε και πρώτη φορά της μίλησε.

Ο πλοηγός του απείρου | Der Lotse der Unendlichkeit

Σπάνια μπορεί να βρει κανείς μια τόσο πλούσια ποιητική φωνή, σε διάρκεια, εύρος και βάθος, σαν του Τόλη Νικηφόρου, που να μπορεί να εκφράζει την πολιτισμική ψυχή του σύγχρονου ανθρώπου και Έλληνα. Γεννημένος στη Θεσσαλονίκη το 1938, έχει μέχρι σήμερα εκδώσει 39 βιβλία, 23 ποιητικά και 16 πεζογραφικά. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε 9 ευρωπαϊκές γλώσσες και έχουν συμπεριληφθεί σε ελληνικές και ξένες ανθολογίες, καθώς και σε βιβλία της Μέσης Εκπαίδευσης στην Ελλάδα και την Κύπρο. Το έργο του αποτελεί ένα καλλιτεχνικό παλίμψηστο της μεταπολεμικής λογοτεχνίας και ιστορίας. Ξεκινώντας από το 1966 η λογοτεχνική του παραγωγή διαγράφει όλο το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα και φτάνει μέχρι και σήμερα. 60 χρόνια συνεχούς δημιουργίας και προσφοράς.
από τον πρόλογο της Μαργαρίτας Παπαγεωργίου

Οι δώδεκα φρίκες των Χριστουγέννων και μια παράλειψη

Η παράλειψη ή Το εορταστικό τραπέζι

Καλά βρε Τζον, να μην αναφερθείς καθόλου στο εορταστικό τραπέζι χρονιάρες μέρες; Σε εσάς στο Αμέρικα δεν είναι υψίστης σημασίας; Γιατί εδώ στας Ευρώπας είναι έθιμο χριστουγεννιάτικο να τρέχεις στα supermarket και να τρέχεις στις αγορές και να γεμίζεις καλάθια και να κουβαλάς σακούλες, και να φορτώνεις το πορτμπαγκάζ και να ξεφορτώνεις το πορτμπαγκαζ, και να αποθηκεύεις τρόφιμα σε ράφια και ντουλάπια και να μπουκώνεις ψυγεία και καταψύκτες, και να μαγειρεύεις αποβραδίς, και να βγάζεις κατσαρόλες και κατσαρολάκια, ταψιά και λαμαρίνες, και να ανακατεύεις και να δοκιμάζεις, και να βλέπεις με την άκρη του ματιού σου το νεροχύτη να ξεχειλίζει, και να τρέχεις να στρώσεις το εορταστικό τραπέζι, και να αναθεματίζεις που ξέχασες μέσα στο πανικό να πάρεις χαρτοπετσέτες με καμπανάκια και γκι (δεν πειράζει όμως κανείς δεν θα το προσέξει) και να στρώνεις το εορταστικό τραπέζι, και να απλώνεις τα μαγειρεμένα εκθέματα σου, και να ξεστρώνεις το εορταστικό τραπέζι, και να πέφτεις κατάκοπος στον καναπέ με φρικτό φούσκωμα και φρικτές καούρες και δυσπεψία και δυσεντερία και να θυμάσαι που σου το είχε πει ο γιατρός να μην το παρακάνεις φέτος στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι, και με τελευταία σου τη σκέψη, πως κάποιος θα πρέπει να κατεβάσει τα πολλά σκουπίδια, να γέρνεις στη λεκάνη για αναπάντεχες εξαγωγές.

 

Όσα ο αφρός φλοισβίζει

Στο θώκο [που θρονιάστηκες]

Αν δεν τυφλωθείς

δεν μαζέψεις τις κραυγές

και τα λασπωμένα φύλλα

δεν κυλιστείς στο δάκρυ

με τα χαμένα πρόσωπα

αν δεν αγαπήσεις το αίμα

γλύψεις το φυτίλι

μνημονεύσεις τα πουλιά και τα λιοντάρια

δύσκολα θα μυρίσεις

μπαρούτι

καμένη σάρκα

και φρέσκο χώμα.

 

 

Περιοδικό “Καρυοθραύστις” τχ 8/9, Νοέμβριος 2021, εκδόσεις Ρώμη

Θεωρητικές εικασίες

Όχι φίλε μου Pascal[1]

δεν φταίει που δεν είμαι

ικανή να κάτσω στο δωμάτιο ήσυχα

και μόνη.

 

Τις δυστυχίες μου

τις αδυναμίες μέσα

έψαξα στις παρορμήσεις

στις προκλήσεις που μου φόρτωσαν

εν καιρώ ο Τίγρης και ο Ευφράτης.

Στα πρώτα ίχνη έσκυψα να προσκυνήσω

Σουμέριους Ακκάδες Ασσύριους

και άλλους πολλούς μακριά από τη Βαβυλώνα.

Έσκυψα στα υγρά κρεβάτια τους

να δω τις έναστρες οροφές και τα σμαράγδια

μια φλέβα χρυσού στους γύρω λόφους, ένα υδάτινο μονοπάτι ίσως.

 

Μα, υπήρξε ποτέ η Μεσόγειος; ο άξονας του κόσμου;

το Theatrum Orbis Terrarum[2] δεν έχει διακοσμητικό φορτίο εξαίρετο;

μέθυσε και το τελευταίο λεπιδόπτερο από την βία; δεν είναι πέντε τα κλίματα; επίπεδη η γη; το σχέδιο διαφυγής δεν το μελέτησες επαρκώς; λιώνουν οι πάγοι; οι παγετώνες της καρδιάς; έπαψε να ΄ναι «Die ganze Welt in einem Kleberblatt»[3];

 

Όχι φίλε μου Pascal

δεν φταίει που δεν είμαι

ικανή να κάτσω στο δωμάτιο ήσυχα

και μόνη.

 

Φταίει που ο κόσμος γύρω μου

άρχισε να γυρνά παράδοξα

την εποχή των οραμάτων.

 

[1] «Όλα μας τα δεινά προέρχονται από το ότι δεν είμαστε ικανοί να καθίσουμε ήρεμα σ’ ένα δωμάτιο, μονάχοι» απόφθεγμα του Blaise Pascal, μαθηματικός και φιλόσοφος του 17ου αιώνα

[2] άτλαντας της υδρογείου σφαίρας, από τον Abraham Ortelius, χαρτογράφο, χαράκτη και εκδότη, που κυκλοφορεί το 1570

[3] «Ολάκερος ο κόσμος σε ένα φύλλο τριφυλλιού» τίτλος χάρτη του 16ου αιώνα του θεολόγου Heinrich Bünting

Περιοδικό diPgeneration

[… «Πλησιάστε, κύριοι μου!» ακούστηκε ξαφνικά μια φωνή. «Είσαστε βαθιά νυχτωμένοι». Ήταν ο φύλαρχος Φέγγος της Φωτιάς. «Πού περιφέρεστε νυχτιάτικα; Και τι αμφίεση είναι αυτή; Βγάλτε τις μύτες από σελιλόιντ! Ξεμασκαρευτείτε! Σας γνωρίζουνε. Τι μουσικά όργανα με κουδουνάκια είν’ αυτά που κουβαλάτε μαζί σας;»
«Είναι κουδουνάκια και σείστρες και τα μαστίγια του γελωτοποιού, με την άδεια σας».
«Και τι πνευστό είναι αυτό;»
«Είναι το χωνί της Νυρεμβέργης*».
«Και τι σβώλος από βαμβάκι είναι αυτός εκεί, στο σχοινί;»
«Είναι το καρουζελοαλογάκι Ιωάννης, με προσοχή τυλιγμένο σε βαμβάκι».
«Κουταμάρες! Τι δουλειά έχετε με το καρουζελοαλογάκι στην λιβυκή έρημο; Που το ’κονομήσατε το άλογο;» …]

 

* Η έννοια Nürnberger Trichter αναφέρεται, ειρωνικά και περιπαιχτικά, στο πώς μπορεί κανείς, χρησιμοποιώντας ένα χωνί, να γεμίσει γνώσεις τα κεφάλια των ανθρώπων.

Ποιήματα ανεμοδαρμένα | Poems adrift

Θλίψεις πολλές με κέρασες αιώνα

το είδος μου το εξευτέλισες

η οδύνη της τραγωδίας

η χαρά της τρομολαγνείας

δεν με εξευγένισε.

Δεν ανάρρωσα ακόμη

από την πολύμορφη κακοπάθεια.

Η βούληση μου ατόνησε.

Η σκέψη μου ναυάγησε.

Τα συναισθήματα μου νεκρώθηκαν.

Και συ ένστικτο που καγχάζεις,

πως δεν αποτεφρώνεσαι σε ψευδά μονοπάτια

άνοιξες διάπλατα πυρακτωμένα χαμόγελα

να καταχωνιάσεις σε χωράφι ανόργωτο

τον εαυτό μου.

Θα καταβοθρώσω τα πύρινα μέλη μου σε κερκόπορτα.

 

 

Σκέψεις

Τα μάτια μου μέσα από γκρίζες πηχτές βλέννες

αντικρίζουν τον κόσμο ανάποδα.

Το καλααζάρ μου κατατρώει τα σωθικά.

Το κορμί μου κάτω από το μαδημένο τρίχωμα

τόπους τόπους φωλιά παρασίτων έγινε.

Μου ρουφούνε το αίμα.

Κουράστηκα. Άδειασα. Γέρασα.

Οι πατούσες μου κοντέρ πιστό στη ζωή

προσμετρά χιλιόμετρα και χιλιόμετρα νυχτερινής αλητείας.

Αγέλαστη η μουσούδα μου οσφραίνεται

και σαλιώνει παλάμες τυχαίων περαστικών.

Μερικές φορές γρυλλίζω από αγαλλίαση

όταν χέρι συμπόνιας μου χαϊδεύει το πηγούνι.

Μα θυμώνω όταν η συμπόνια γίνεται απορία

και με σίχαμα του τολμήματος μου στερεί το χάδι.

Οίστρος βαθύς και ανεξέλεγκτος με ζευγάρωσε κάποτε

έσπειρα ομοιώματα της ράτσας μου στον δρόμο

και εσύ που μύριζες τα σκέλια

σπαρτάρισες πανευτυχής που έλαχε σε σένα η διαιώνιση της τύχης.

Από τότε πέρασαν χρόνια ή και αιώνες αναζήτησης.

Όμως χτες βρήκα στο κάδο των ανομημάτων μου ένα κοκαλάκι να γλείψω

και τσακώθηκα άγρια μαζί σου,

που θέλησα να το καταχωρήσω στη σκυλίσια συλλογή μου.

Μα και που με υπερβάλλοντα ζήλο από τα δόντια σου το άρπαξα,

τι έγινε;

Άλλο ένα με σήψη αμπαλαρισμένο γεγονός.

Στο Ξάφνιασμα της Ομορφιάς

Ω Τσαρλς,
απλώνεις το χέρι και πιάνεσαι από μια λέξη
κάθεσαι στον ήλιο, μιλάς μιλάς καπνίζεις και πίνεις και αναρωτιέσαι:
μια λέξη που να μην ειπώθηκε;
και διαβάζεις και ξαναδιαβάζεις και σημειώνεις και τσαλακώνεις
μια σελίδα για να θυμηθείς μετά από χρόνια
ότι εδώ κάτι ήθελες
να θυμηθείς αλλά τώρα;
πια δεν θυμάσαι και αναρωτιέσαι:
μια λέξη που να μην ειπώθηκε;
διαβάζεις δυνατά τη λέξη, εκείνη που δεν ειπώθηκε, και την βάζεις πίσω
από την άλλη και την άλλη, και την άλλη που επίσης δεν ειπώθηκε· εις βάθος
μελετάς την κάθε μία λέξη στο εξώφυλλο
στο ψυγείο
στο μπουκάλι
στο ποίημα
στο ποίημα;
ποίημα;
και μελετάς τη λέξη στο βάθος, τη λέξη στο εξώφυλλο και στο ψυγείο, τη λέξη στο μπουκάλι, στο μπουκάλι στο χέρι, στο χέρι του Τσαρλς
και αναρωτιέσαι: ποια λέξη δεν ειπώθηκε;
και το μυαλό αρχίζει
να θολώνει και η σκέψη
αρχίζει να ξεμακραίνει και ο Τσαρλς
να επιμένει
να κρατά το μπουκάλι με τη λέξη·
και η λέξη να παραμένει άφαντη
και το ποίημα να παραμένει άφαντο
και ο Τσάρλς κι εγώ άφαντοι
και η λέξη, η λέξη αυτή που δεν ειπώθηκε και αυτή! και η λέξη! και η λέξη αυτή που δεν ειπώθηκε κι αυτή παραμένει άφαντη!
και να!
εκεί απάνω σε βρίσκει η ποίηση

Σώμα γυμνό | Χλόη Κουτσουμπέλη

ΕΙΣΑΓΩΓΗ της Κατερίνας Λιάτζουρα

 

«Ένα απάνθισμα κριτικών δοκιμίων, αντάξιο της ποίησης και της ποιητικής της Χλόης Κουτσουμπέλη»

Η μελέτη της ποίησης και της ποιητικής και η κριτική ανάγνωση και αποτύπωση αυτών, αποτελεί ένα αναπόσπαστο κομμάτι της Λογοτεχνίας και των Γραμμάτων και μια παρακαταθήκη ανεκτίμητη στην Ιστορία της Λογοτεχνίας, καθώς χωρίς αυτά τα μελετήματα, δεν θα μπορούσαν οι εν δυνάμει, ενδιαφερόμενοι των επομένων γενιών, αναγνώστες, να εντρυφήσουν σε κάποιον συγκεκριμένο συγγραφέα ή/και ποιητή, αντλώντας από τα μελετήματα αυτά, πληροφορίες και ανακαλύπτοντας λεπτομέρειες της γραφής τους, τοποθετώντας τους δημιουργούς με τα δημιουργήματα τους μέσα σε ένα ευρύτερο κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο, και διαμορφώνοντας φυσικά το λογοτεχνικό περιβάλλον και εξασφαλίζοντας εκείνες τις συνθήκες, που να τους επιτρέπει να “καταλάβουν” λίγο καλύτερα ίσως, τόσο, όλα όσα πρεσβεύει ο ποιητής ή η ποιήτρια, όσο, και όλα όσα ο ποιητής ή η ποιήτρια αποτυπώνει φανερά ή συγκαλυμμένα στο χαρτί με λέξεις. Η ενεργή ενασχόληση του κριτικού λογοτεχνίας με τον λόγο και τα συγγράμματα του εκάστοτε λογοτέχνη, του επιτρέπει να παίξει όχι μόνο τον ρόλο του διαμεσολαβητή ανάμεσα στο ανάγνωσμα και το αναγνωστικό κοινό, καταθέτοντας απόψεις και σκέψεις θετικές ή/και αρνητικές, που αποκόμισε από την ευχάριστη, δυσάρεστη ή αδιάφορη συνάντηση του με το βιβλίο, αλλά τον υποχρεώνει ενδόμυχα να αναδείξει και να καταγράψει και όλα όσα -υπό την υποκειμενική του πάντα κρίση- θεωρεί σημαντικά, ασήμαντα ή αδιάφορα· στοιχεία όμως και αναφορές, που θα προσφέρουν στο αναγνωστικό κοινό, την δυνατότητα και την ευκαιρία να επικοινωνήσει πιο εποικοδομητικά με το ανάγνωσμα και τον | την συγγραφέα του, ακολουθώντας τα πιο ιδιαίτερα μονοπάτια της σκέψης του. Ωστόσο είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ότι καμία κριτική δεν μπορεί -όσο εμπεριστατωμένη, επιστημονικά τεκμηριωμένη και βιβλιογραφικά στοιχειοθετημένη κι αν είναι- να υποκαταστήσει την μοναδική και την μοναδικότητα της επαφής που καλλιεργεί ο | η συγγραφέας με το αναγνωστικό του | της κοινό. Η αναγνωστική εμπειρία -είτε μιλάμε για πεζογράφημα είτε για ποίηση- είναι ατομική, και η διαδικασία ανάγνωσης μοναχική, και οι εντυπώσεις που αποκομίζει ο αναγνώστης | η αναγνώστρια ουσιαστικές και καθοριστικές, αναντικατάστατες και μοναδικές, και απολύτως υποκειμενικές. Αυτήν την δυναμική, που αναπτύσσεται ανάμεσα στο ανάγνωσμα και το αναγνωστικό κοινό, έρχεται να ενισχύσει η κριτική της λογοτεχνίας με συμπληρωματικές επισημάνσεις, παρατηρήσεις και αναλύσεις. Και όταν μιλάμε ιδίως για την ποίηση και την ποιητική τέχνη, τα πράγματα δυσκολεύουν ακόμη περισσότερο, καθώς η πρόσληψη της ποίησης βασίζεται σε πιο προσωπικά και υποκειμενικά στοιχεία του αναγνωστικού κοινού, όπου στην διαδικασία ανάγνωσης, πέρα από τις εκάστοτε αναγνωστικές και αντιληπτικές δεξιότητες του, εμπλέκονται και όλες εκείνες οι ψυχο-συναισθηματικές εκφάνσεις του ανθρώπου που διαμορφώνουν το αναγνωστικό του υπόβαθρο. Η ποίηση οφείλει να διεγείρει και άλλα κέντρα της ανθρώπινης ύπαρξης, πέρα από τα κέντρα της ανθρώπινης σκέψης που βασίζονται στην λογική, την εκλογίκευση και την ερμηνεία· οφείλει δηλαδή να διεγείρει ταυτόχρονα και τα κέντρα των αισθήσεων, του συναισθήματος και της ενσυναίσθησης, κέντρα που αποκαλύπτουμε και ανακαλύπτουμε, που αποκαλύπτονται και ανακαλύπτονται στην μοναδική τριαδική σχέση ποιητή – ποιήματος – αναγνωστικού κοινού.

Σκοπός του συγκεκριμένου τόμου μελετημάτων είναι να διοχετευτεί, αν όχι άπλετο, τουλάχιστον ικανοποιητικά πολύ φως στην ποίηση και την ποιητική μιας μεγάλης σύγχρονης ποιητικής φωνής του τόπου μας. Τόσο φως, που να επαρκεί για να αντιληφθούν και να σταχυολογήσουν οι αναγνώστες και οι αναγνώστριες, όλα εκείνα τα στοιχεία που τους είναι απαραίτητα, για να καταβυθιστούν στην μαγεία των λέξεων, για να παρασυρθούν από αυτόν τον χείμαρρο των στίχων, για να γνωρίσουν τον πλούτο και το πολύχρωμο περιβάλλον των ποιημάτων, αλλά για να γνωρίσουν επίσης και όλες εκείνες τις μικρές ψηφίδες που συνθέτουν την λογοτεχνική προσωπικότητα και την ποιητική ιδιοσυγκρασία μιας τόσο πολυσχιδούς όσο και μοναδικής ποιητικής παρουσίας στην Ελλάδα (κι όχι μόνο), αυτήν της Χλόης Κουτσουμπέλη. Και δεν είναι εύκολη υπόθεση να συμπεριληφθούν σε έναν τόμο, όσο εκτενής κι αν είναι αυτός, όλες οι πτυχές και οι προεκτάσεις της ποιητικής παρουσίας μιας ποιήτριας. Πόσο μάλλον όταν η παρουσία της συγκεκριμένης ποιήτριας ξεκινά από τις αρχές του ’80, όπου εκδόθηκε και η πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο «Σχέσεις σιωπής» (εκδόσεις Εγνατία). Από τότε αριθμεί δέκα ποιητικές συλλογές, των οποίων η συλλογή με τίτλο «Οι ομοτράπεζοι της άλλης γης» (εκδόσεις Γαβριηλίδης) απέσπασε το 2017 και το Κρατικό Βραβείο Ποίησης (εξ ημισείας με τον Σταμάτη Πολενάκη). Παράλληλα όμως η Χλόη Κουτσουμπέλη παρουσιάζει μια αξιοζήλευτη συνέπεια με την συνεχή παρουσία της στα νεοελληνικά γράμματα καταθέτοντας σημαντικό λογοτεχνικό έργο, συμμετέχοντας σε πολλά και ποικίλα συλλογικά έργα, δημοσιεύοντας έργα σε πληθώρα έντυπα και ψηφιακά μέσα, έργα που αφορούν σε διάφορα είδη του έντεχνου λόγου (πεζογραφία, δοκίμιο, κριτικές λογοτεχνίας). Με πολλά εργαστήρια δημιουργικής γραφής στο ενεργητικό της, με αθρόα συμμετοχή σε παρουσιάσεις έργων ομότεχνων της, μέλος και μάλιστα με δυναμική παρουσία στην Εταιρία Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης, μέλος του Κύκλου Ποιητών και της Εταιρείας Συγγραφέων, και με αδιάλειπτη και εξαιρετικά ενεργό συμμετοχή σε επιτροπές και πρωτοβουλίες που προάγουν την ελευθερία του λόγου και που προασπίζονται τα δικαιώματα των γυναικών (PEN Greece, Δίκτυο γυναικών συγγραφέων Η φωνή της).

Από που να ξεκινήσει λοιπόν κανείς;

Σε αυτό το ρητορικό όσο και ουσιαστικό όμως ερώτημα, προσκλήθηκαν να απαντήσουν και να συνδράμουν με την γραφίδα τους στη δημιουργία του συγκεκριμένου τόμου μελετημάτων, δέκα άνθρωποι, που δεν δραστηριοποιούνται μονάχα στην κριτική ανάγνωση βιβλίων και την αποτύπωση και δημοσίευση των κριτικών τους σε έντυπα και ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά, αλλά που έχουν και προσωπικά οι ίδιοι να επιδείξουν σημαντικό και αξιανάγνωστο συγγραφικό έργο, δίνοντας έτσι μια άλλη προοπτική και μια άλλη βαρύτητα στα κείμενα τους. Θέλω να πω με την επισήμανση αυτή, ότι τα δοκίμια του συγκεκριμένου τόμου, αποκτούν -κατά την ταπεινή μου άποψη- μια προστιθέμενη αξία, καθώς δεν έχουν γραφτεί αποκλειστικά και μόνο από θεωρητικούς της λογοτεχνίας, που είναι φυσικά άρτια καταρτισμένοι σε θέματα συγκριτικής ανάλυσης και κριτικής λογοτεχνικών κειμένων, αλλά που όμως ενδεχομένως να μην έχουν νιώσει αυτό το ευχάριστα ενοχλητικό γαργάλημα στα δάχτυλα, που να μην έχουν καλωσορίσει ή αναθεματίσει λέξεις και στίχους, που να μην έχουν περάσει ανυπολόγιστο χρόνο μπρος σε μια λευκή κόλλα χαρτί, που παραμένει ενοχλητικά λευκή και άγραφη στο πέρας της ημέρας ή των ημερών, και που κυρίως να μην έχουν εκθέσει σε αναγνωστικό κοινό τα δημιουργήματα τους δημοσιεύοντας και εκδίδοντας τα, δίχως έτσι να έχουν εκτεθεί στην θετική ή αρνητική τους υποδοχή από αναγνώστες και αναγνώστριες ή/και από έγκριτους κριτικούς και μελετητές της λογοτεχνίας. Όχι ότι είναι απαραίτητη προϋπόθεση, αλλά η διαπίστωση ότι έχουν γράψει για την ποίηση και την ποιητική της Χλόης Κουτσουμπέλη, άνθρωποι που έχουν προσωπική εμπειρία με την λογοτεχνική συγγραφή ή/και με την τέχνη της ποίησης, είναι τουλάχιστον άξιο αναφοράς.

Επιχειρώντας μια πιο περιεκτική επισκόπηση στο υλικό που έχει συγκεντρωθεί στον εν λόγω τόμο μελετημάτων, διαπιστώνει κανείς τις ποικίλες και διαφορετικές προσεγγίσεις των συμμετεχόντων στην ποίηση και την ποιητική της Χλόης Κουτσουμπέλη, όπου ο καθένας και η καθεμιά τους, με το προσωπικό και μοναδικό τους ύφος, διατυπώνουν γενικές και ειδικές επισημάνσεις στις θεματικές της ποιήτριας, εντοπίζουν διακειμενικά στοιχεία και παραλληλισμούς, αλλά και εμβαθύνουν σε μεμονωμένες πτυχές που εντόπισαν στους στίχους της και θεώρησαν σημαντικές. Έτσι, με την σειρά λοιπόν που αναγράφονται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου θα προσπαθήσω να παρουσιάσω περιληπτικά τα κείμενα τους, σταχυολογώντας στιγμιότυπα από τις κριτικές τους σκέψεις και τις αναγνωστικές τους προσεγγίσεις.

Η Έφη Χ. Πέτκου, μέλος του Διδακτικού Προσωπικού του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης στο τμήμα Φιλολογίας, με τα ερευνητικά της ενδιαφέροντα επικεντρωμένα στην νεοελληνική ποίηση και πεζογραφία του 19ου και κυρίως του 20ου αιώνα, σε ζητήματα λογοτεχνικής κριτικής, της λογοτεχνικής μετάφρασης και της διδακτικής και της θεωρίας της λογοτεχνίας, έχοντας ως σημείο αναφοράς την έκτη κατά σειρά ποιητική συλλογή της Κουτσουμπέλη με τίτλο «Στον αρχαίο κόσμο βραδιάζει νωρίς» (2012), ερευνά στη μελέτη της, τις ποικίλες μυθικές μορφές και τα μυθήματα στους στίχους της Κουτσουμπέλη, αναζητώντας τα έμφυλα δίπολα στη μυθοποιητική της. Η ποιήτρια μέσω των υποκειμενικών της προσλήψεων των μύθων, ανατροφοδοτεί έναν αέναο κύκλο με νέα κειμενικά περιβάλλοντα, όπου επαναπροσδιορίζει τους ήρωες της μέσα στον χωροχρόνο, επιζητώντας όμως να τους ολοκληρώσει ως αρχέτυπα και να συνδέσει έτσι το ποιητικό παρόν με τον αρχαίο κόσμο.

Η Διώνη Δημητριάδου, ποιήτρια, μεταφράστρια και κριτικός λογοτεχνίας, ειδική συνεργάτις του έντυπου λογοτεχνικού περιοδικού «Καρυοθραύστις», με δική της στήλη στο περιοδικό «Οδός Πανός» και συνδιευθύντρια (μαζί με τον ποιητή Κώστα Θ. Ριζάκη) του έντυπου περιοδικού Λόγου και Τέχνης «Σταφυλή», ερευνά στη δική της μελέτη την σχέση των αλληλοεξαρτώμενων μερών που συμμετέχουν και αλληλοεπιδρούν στην τριάδα της λογοτεχνίας (συγγραφέας, κείμενο, αναγνώστης) παράλληλα με τον εμπλουτισμένο ρόλο του “παρείσακτου”, όπως χαρακτηρίζει η Δημητριάδου τον κριτικό λογοτεχνίας, υπό το πρίσμα πάντα της βιωματικής ανάγνωσης της ποίησης της Κουτσουμπέλη και εστιάζοντας στην υποκειμενική και διαφοροποιημένη πρόσληψη των ποιημάτων από τον αναγνώστη | την αναγνώστρια. Η Δημητριάδου επίσης μελετά το πένθος και τις πολλές μορφές, πτυχές και εκφάνσεις που του δίνει η Κουτσουμπέλη με τους στίχους της, σε μια προσπάθεια εξοικείωσης ίσως με τον θάνατο, τον συνακόλουθο φόβο του κενού και την αναπόφευκτη αλλά τόσο αναγκαία απομόνωση του ανθρώπου που πενθεί.

Η Μάνια Μεζίτη, ποιήτρια, μεταφράστρια, επαγγελματίας αναγνώστρια αγγλόφωνης λογοτεχνίας και επιμελήτρια έντυπων και ψηφιακών ανθολογιών σύγχρονης ελληνικής ποίησης, προσεγγίζει την ποίηση και την ποιητική της Χλόης Κουτσουμπέλη επισκοπώντας την ποιητική πορεία της ποιήτριας από την πρώιμη εμφάνιση της στην ηλικία των εικοσιδύο μόλις ετών, και περιδιαβαίνοντας όλη σχεδόν την ποιητική της παραγωγή, παραθέτει επιχειρήματα για τις επιρροές της ποιήτριας από την επιστήμη της Ψυχολογίας και της Ψυχιατρικής, της Οντολογίας και του φεμινιστικού κινήματος. Επίσης η Μεζίτη αναφέρεται στην εξαίρετη άνεση της Κουτσουμπέλη να εμπλέκει στην ποίηση της στοιχεία και πρόσωπα από κόσμους μυθολογικούς, ιστορικούς, κοινωνικούς και λογοτεχνικούς, προσδίδοντας έτσι στα ποιήματα της, μέσω της αλληγορίας και των συμβολισμών, μια αξιοζήλευτη θεατρικότητα, που την διευκολύνει στην ανακάλυψη όλων των αυθεντικών ταυτοτήτων της, εγκαθιστώντας τες εντός της ποιητικής της τέχνης.

Η Σοφία Σκλείδα, διδάκτωρ Συγκριτικής Παιδαγωγικής και μεταδιδακτορική ερευνήτρια της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, επικεντρώνεται στη δική της μελέτη, στο θέμα του έρωτα και τις πολυδιάστατες εκφάνσεις και πολύπλευρες προεκτάσεις, που του δίνει η Χλόη Κουτσουμπέλη στην έβδομη κατά σειρά ποιητική της συλλογή με τίτλο «Κλινικά απών» (2014), όπου με κινηματογραφικό σχεδόν τρόπο και δραματικό λόγο και πάντα μέσα από το πρίσμα της φυσικής και κοσμικής αξίας του έρωτα, η ποιήτρια παρουσιάζει το μεγαλείο του και χρησιμοποιώντας πληθώρα οπτικών, ηχητικών, οσφρητικών, υπερρεαλιστικών και ρεαλιστικών εικόνων, καθώς και συμβόλων και σχημάτων, όπως το ασύνδετο, τη θέση-αντίθεση-σύνθεση, το οξύμωρο και το επιμύθιο, επίσης τολμά να υπερβεί κανόνες λογικής πραγματικότητας και της συνειρμικής σύνδεσης των νοημάτων, σπάζοντας έτσι κοινωνικούς και ηθικούς φραγμούς, απελευθερώνοντας με αυτόν τρόπο το ένστικτο, το υποσυνείδητο και τη πρωτογενή φαντασία.

Η Αντωνία Καππέ, κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου Δημιουργικής γραφής και διδάσκουσα Λογοτεχνία και Δημιουργική γραφή σε τμήματα ενηλίκων σε προγράμματα που υλοποιεί ο Δήμος Λαρισαίων, προσδιορίζει και καταγράφει στη δική της μελέτη, τις επιρροές της Χλόης Κουτσουμπέλη που προέρχονται από την αρχαιοελληνική μυθική σκέψη, και κυρίως από την διαδικασία της μεταμόρφωσης που ήταν ιδιαίτερα προσφιλής στη αρχαιότητα. Η Καππέ αναδεικνύει έτσι, όλα όσα εξελίσσονται στον ποιητικό κόσμο της Κουτσουμπέλη, με τα αρχέτυπα της ποιήτριας σε περίοπτη θέση και εστιάζοντας κυρίως στη μετάλλαξη της θηλυκής και της αντρικής μορφής. Αναδεικνύει επίσης τους λογοτεχνικούς χαρακτήρες της ποιήτριας, εμπνευσμένους από τον πραγματικό κόσμο ή τον κόσμο του παραμυθιού ή τον κόσμο του ζωικού βασιλείου, τα μυθικά της όντα, και όλα της τα αντικείμενα και τις μεταξύ τους σχέσεις, που παρουσιάζουν, σύμφωνα με την Καππέ, μια τέτοια δυναμική, που εξοβελίζονται από τα ρεαλιστικά και κοσμικά όρια και αγγίζουν την σφαίρα του φανταστικού.

Η Αφροδίτη Διαμαντοπούλου, φιλόλογος, κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου στην Πολιτιστική Διαχείριση και την Επικοινωνία του τμήματος Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και ποιήτρια, και ο Γεώργιος Ορφανίδης, υποψήφιος διδάκτωρ του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο της Τουλούζης, αρχαιολόγος και ιστορικός τέχνης, συνυπογράφουν την δική τους μελέτη για την ποίηση και ποιητική της Χλόης Κουτσουμπέλη, εμπνεόμενοι από την τελευταία της ποιητική συλλογή με τίτλο «Η γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον» (2021). Οι μελετητές καταθέτουν στο κείμενο τους πως η ποιήτρια Κουτσουμπέλη, ανταποκρινόμενη στο κάλεσμα της σύγχρονης κοινωνίας για ανατροφοδότηση της κοινωνικής σκέψης, προσφέρει ένα μοναδικό ποιητικό υλικό προς μελέτη της γυναικείας γραφής. Μιας γραφής, όπου η έμφυλη ταυτότητα σε συνδυασμό με υπερρεαλιστικά στοιχεία και υπό το πρίσμα ψυχαναλυτικών και φεμινιστικών οπτικών, διαμορφώνει όλες εκείνες τις συνθήκες για να χαρακτηρίσουν την ποιήτρια και να την τοποθετήσουν στις ευρέως αναγνωρίσιμες γυναικείες -και δη φεμινιστικές- ποιητικές φωνές της σύγχρονης λογοτεχνικής σκηνής. Η Διαμαντοπούλου και ο Ορφανίδης αποκωδικοποιούν την εν λόγω ποιητική συλλογή, προσεγγίζοντας την γυναικεία μορφή στην ποίηση της Κουτσουμπέλη μέσα από την δήλωση και την συμπαραδήλωση του αρχέτυπου της γυναικείας μορφής και τον εντοπισμό των πολλών διακειμενικών αναφορών και συσχετισμών με εξέχουσες γυναικείες συγγραφικές προσωπικότητες της παγκόσμιας λογοτεχνίας ή/και γυναικείων πρωταγωνιστριών σε εμβληματικά λογοτεχνικά κείμενα.

Η Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη δεν προσεγγίζει την ποίηση και την ποιητική της Χλόης Κουτσουμπέλη μόνο ως ποιήτρια, μεταφράστρια και κριτικός λογοτεχνίας, αλλά την προσεγγίζει και με την ιδιότητα της κλινικής ψυχολόγου και ψυχοθεραπεύτριας, που της δίνει το πλεονέκτημα να μπορεί να αναλύει και να ερμηνεύει με μεγαλύτερη ευχέρεια και ευκολία τον συγκινησιακό κόσμο της ποιήτριας, και συνεπώς να δίνει εκείνες τις προεκτάσεις στην ποιητική της γραφή, που επιτρέπουν να κατανοηθεί το ποιητικό σύμπαν και τα όσα φαντασιώνεται και υποδουλώνει μέσα σε αυτό η ποιήτρια. Στο δοκίμιο της η Καϊτατζή-Χουλιούμη ακολουθεί τα χνάρια των στίχων της Κουτσουμπέλη και ανιχνεύει σε αυτούς τα σκοτεινά μονοπάτια του ασυνείδητου που βρίσκουν διέξοδο μέσα από την τέχνη της ποίησης, αναδεικνύοντας την γυναίκα, τα αρχέτυπα της γυναικείας μορφής και την έμφυλη ταυτότητα εντός της πατριαρχικής κοινωνίας, στοιχεία που χαρακτηρίζουν την γραφή της Κουτσουμπέλη και αποτελούν πλέον σταθερό σημείο αναφοράς στην ποίηση της.

Η Σοφία Πολίτου-Βερβέρη, συγγραφέας και μεταφράστρια, προσεγγίζει την ποίηση και την ποιητική της Χλόης Κουτσουμπέλη κυρίως ως αναγνώστρια και ερασιτεχνικά, όπως τονίζει η ίδια. Στην κριτική της ανάγνωση κινείται κυρίως στα μοτίβα του συμβολισμού αποτυπώνοντας τα μελετημένα μηνύματα που στέλνει η ποιήτρια εντός ενός σκηνοθετημένου σουρεαλιστικού κάδρου με έντονη την δραματοποιημένη ατμόσφαιρα. Στο κείμενο της η Πολίτου- Βερβέρη συναντιέται με την μορφή της γυναίκας της Κουτσουμπέλη και με όλες τις μορφές του αρχέτυπου της, εντός ενός πλαισίου ρομαντικού, τραγικού και απαιτητικού, ωστόσο πάντα υπό την σκιά της ανδροκρατούμενης κοινωνίας, όπου τα πατριαρχικά στερεότυπα αναπαράγονται και εδραιώνονται ακόμη και στην σύγχρονη την εποχή, κατασκευάζοντας έτσι, η ποιήτρια μέσα από τους στίχους της, ένα προσωπικό ποιητικό μανιφέστο υπέρ της χειραφέτησης των γυναικών και της απελευθέρωσης τους από όλα τα δεσμά καταπίεσης.

Ο Κωνσταντίνος Λίχνος, συγγραφέας και δοκιμιογράφος, αντιπρόεδρος του Φιλολογικού Ομίλου Ελλάδας, εστιάζει στην μελέτη του, στην επιδίωξη της Χλόης Κουτσουμπέλη να ωθήσει το αναγνωστικό κοινό, μέσα από την αλληγορική λειτουργία των στίχων της και την αναδόμηση του λόγου, σε θεωρητικό στοχασμό, όπου το ιστορικό και μυθολογικό παρελθόν είναι άχρονο και οι μνημονικές ανακλάσεις από τα βιωμένα γεγονότα του παρελθόντος περιπλεγμένα με στοιχεία του μύθου. Η οξυδέρκεια των στίχων της ποιήτριας και τα συνοδά “ελεγειακά” αισθήματα που προκαλεί, αναταράσσουν το θυμικό του αναγνώστη | της αναγνώστριας και ανακατευθύνουν αντιφατικά τις βιωματικές βεβαιότητες, διασαλεύοντας τις αναγνωστικές συμβάσεις και ισορροπώντας ανάμεσα στο ρεαλιστικό και το υπερρεαλιστικό, το συμβατικό και το πρωτοποριακό, το παρόν και το αναβαπτισμένο παρελθόν. Επίσης ο Λίχνος αναφέρεται διεξοδικά στην έννοια της “γυναικείας γραφής” μέσα από τη υπάρχουσα βιβλιογραφία μελέτης και δοκιμίων, και αναλύει με βάση το θεατρικό σύγγραμμα της Κουτσουμπέλη με τίτλο «Το Ιερό Δοχείο» την διαφορετική εκδοχή της βιβλικής ιστορίας του Νώε και της κιβωτού του, όπως την εμπνεύστηκε και την ξεδίπλωσε η συγγραφέας στο κείμενο της, όπου τα έμφυλα στερεότυπα και τα πατριαρχικά πρότυπα οδήγησαν νομοτελειακά στο Δεύτερο Προπατορικό Αμάρτημα.

Κλείνοντας αυτήν την σύντομη αλλά ουσιαστική, ελπίζω, εισαγωγική περιήγηση στα μελετήματα και τα κριτικά δοκίμια της ποίησης και της ποιητικής της Χλόης Κουτσουμπέλη, που συγκεντρώθηκαν εδώ από τον Φιλολογικό Όμιλο Ελλάδας και συστεγάζονται ευτυχής στον εν λόγω τόμο, θα ήθελα να επισημάνω και να τονίσω την σημαντικότητα της συμβολής που επιτελεί αυτός ο τόμος στην νεοελληνική βιβλιογραφία της λογοτεχνίας. Πολλές είναι οι κριτικές αναγνώσεις για τα βιβλία της Χλόης Κουτσουμπέλη, γραμμένες από σημαντικούς κριτικούς λογοτεχνίας αλλά και από δημιουργικούς αναγνώστες, που όμως βρίσκονται σκόρπια δημοσιευμένες σε πληθώρα έντυπα και ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά, γεγονός που από μόνο του δυσκολεύει την αναζήτηση τους και δυσχεραίνει την απόκτηση μιας πιο σφαιρικής και ολοκληρωμένης παρουσίασης και ανάγνωσης της ποίησης της Κουτσουμπέλη από τους εν δυνάμει ενδιαφερόμενους αναγνώστες και μελετητές. Ο τόμος μελετημάτων όμως που έχουμε στα χέρια μας, λειτουργώντας ως ένας λογοτεχνικός και βιβλιογραφικός οδηγός, ως ένα λογοτεχνικό και βιβλιογραφικό εγχειρίδιο, έρχεται να διευκολύνει την όποια μελέτη και να καλύψει το παραπάνω εκδοτικό κενό όσον αφορά στην ποίηση, αλλά και την ποιητική παρουσία της Χλόης Κουτσουμπέλη στα λογοτεχνικά δρώμενα του τόπου. Αποτελεί ωστόσο ταυτόχρονα και παράλληλα και ένα αυτόνομο και αυτοτελή λογοτεχνικό έργο, που θέτει, συνθέτει και ανασυνθέτει προβληματισμούς για την ποιητική της Κουτσουμπέλη, που λύει και αναλύει τα όποια εμφανή ή συγκαλυμμένα μηνύματα της ποίησης της, που αποκαλύπτει τελικά, αλλά όχι οριστικά το μεγαλείο της ποιητικής της φωνής.

Πρόκειται για ένα απάνθισμα κριτικών δοκιμίων, όπου οι συμμετέχοντες αναπτύσσουν με προσωπικό ύφος και με προσωπική αισθητική της γλώσσας και της έκφρασης, και γνώμονα πάντα τις υποκειμενικές τους αναγνωστικές προσλήψεις, πτυχές και προεκτάσεις της ποίησης της Χλόης Κουτσουμπέλη, προσπαθώντας να προσεγγίσουν τα μικρά και τα μεγάλα ζητήματα της θεματικής της ποιήτριας, προσδίδοντας, μέσα από την υποκειμενική τους αναγνωστική ματιά και τις πολλές και πλούσιες βιβλιογραφικές αναφορές τους, μια επιπλέον αξία στην ποιητική τέχνη και την τεχνική της ποιήτριας. Εστιάζοντας ως επί το πλείστον στην κεντρική ιδέα των ποιημάτων και τον συμβολισμό αυτής, οι προσεγγίσεις και οι κριτικές των συγγραφέων του τόμου, άλλοτε αποκλίνουν και άλλοτε συγκλίνουν στην κριτική θέαση της ποιητικής κοσμοθεωρίας και την θεώρηση των ποιητικών πραγμάτων της Κουτσουμπέλη. Η ποίηση της Κουτσουμπέλη κινείται γύρω από τον κεντρικό άξονα μιας ιδέας, της αρχικής δηλαδή έμπνευσης της, εμφορούμενη από τρανά ζητήματα της λογοτεχνίας, όπως η επίδραση των κλασσικών λογοτεχνικών κειμένων μέσα από την προβολή και αναπαραγωγή αρχετύπων, όπως η επιρροή που ασκούν οι λογοτεχνικές περσόνες και οι λογοτεχνικοί χαρακτήρες στην διατύπωση και την αναδιατύπωση, στην δόμηση και αποδόμηση, στην απόρριψη και κατάρριψη στερεοτύπων, όπως όμως και η επίδραση της λογοτεχνικής γλώσσας σε θέματα φύλου και ταυτότητας, που την ποιήτρια μας, την απασχολούν ιδιαιτέρως.

Η ποιήτρια Κουτσουμπέλη μετουσιώνει σε λέξεις και στίχους τα θέματα της, δημιουργώντας έτσι αυτόν τον υπέροχα φαντασιακό και υπερρεαλιστικό κόσμο στην ποίηση της. Προσφέρει δηλαδή ένα “σώμα ενδεδυμένο”· ενδεδυμένο με συμβολισμούς και αλληγορίες, με μεταποιήσεις και μεταμορφώσεις, ενδεδυμένο με γλαφυρότητα και πλούσια εκφραστικά μέσα, αλλά και με χιούμορ και με ειρωνεία και με αυτοσαρκασμό. Το σώμα αυτό το παρέλαβαν οι συμμετέχοντες μελετητές, και με περίσσια αφοσίωση και φροντίδα, άρχισαν να αφαιρούν τα ενδύματα, για να εμφανιστεί ένα “σώμα γυμνό”, αλλά όχι απογυμνωμένο, για να αποκαλυφθεί εκείνο το σώμα που περιήλθε και πάλι στην πρωταρχική του μορφή, που περιήλθε και πάλι στην φυσική του διάσταση. Για να αποκαλυφθεί το σώμα εκείνο που δεν χρειάζεται μαγικούς μανδύες και φύλλα συκής, που δεν εξαρτάται από μαγικά φίλτρα, παραμυθένια πασουμάκια και ιπτάμενα χαλιά. Καθώς είμαι πεπεισμένη πως μονάχα ένα «Σώμα γυμνό» μπορεί να αναδείξει το μεγαλείο της φύσης του και την ομορφιά της ύπαρξης του, και εν προκειμένου το μεγαλείο της ποίησης και την ομορφιά της ποιητικής της Χλόης Κουτσουμπέλη.

Τα ποιήματα του 2020

[Καράμπαμπας ή ο πλάτανος]

Όταν πρωτοήρθα θέλησα να φυτέψω έναν πλάτανο. Ο βράχος άνυδρος και χέρσος. Γνωστοί, άγνωστοι ειδήμονες, γεωπόνοι και περαστικοί, συμπονούσαν για την εμμονή νεύοντας συγκαταβατικά το κεφάλι. «Τρέλα είναι θα της περάσει», λέγαν. Εγώ ανένδοτη. Κόντρα στο είθισται έκανα του κεφαλιού μου και έπραξα την επιθυμία. Δώδεκα χρόνια μετά, ο πλάτανος θέριεψε, ξεπέρασε τα άλλα δέντρα και λικνίζει περήφανος το ανάστημα του πια. Οι γνωστοί και οι άγνωστοι με ρωτούν πως και έγινε αυτό.

«Θαύμα θαύμα», τους απαντώ.

 

Μα δεν πρόκειται να πω
πως δίπλα στον βόθρο είναι μυστικό
να φυτεύεις προσδοκίες.

 

εκδόσεις βακχικόν, 2020

Τα υπογείως ανεωχθέντα

Κουβαλώ στις πλάτες μου μια κούραση.

Την κούραση όλου του κόσμου.

Ένας κόσμος που διατείνεται

ότι χειρίζεται την αμφισβήτηση σαν ξίφος

και που διακατέχεται από μια και μόνο ιδέα

μήπως κάποια μέρα

η εγγύτητα του θανάτου

τον οδηγήσει στη δειλία της μεταστροφής.

 

Επιθύμησα έναν τάφο.

Ας είναι και από σκόνη.

 

 

Τυφοειδής πυρετός [Nervenfieber]

κάποτε σταμάτησε αυτός ο θαυματουργός πολλαπλασιασμός του άρτου ίσως επειδή αρχίσαμε να θέτουμε ερωτήματα και συνεπώς ξεσκεπάσαμε το παραμύθι ως τέτοιο προσκρούσαμε πάνω στο έδαφος σε ελεύθερη πτώση από απελευθερωμένα κομμάτια δυο κορμιών συνεχώς απασχολημένα να θρέψουν τις δικές τους πληγές να παρεμποδίσουν να εισχωρήσει σκόνη κάτω από τους επιδέσμους φυματίωση

Ψηφιδωτό Σύγχρονης Ελληνικής Ποίησης

αντιΙστορία

 

Ι
Κανείς δεν αναρωτήθηκε
σαν είδε τα καδρόνια
να φλέγονται στοιβαγμένα
σε εστία προβληματισμού

 

Κανείς δε κοκκίνησε
σαν είδε τα ζύγια
να γκρεμίζονται αβέβαια
σε ζυγαριά θαυμασμού

 

Κανείς δεν σκίρτησε
από επιθυμία δεν ρώτησε
από ηδονή έστω να μάθει
γιατί;

 

ανακωχή δεν διαφαίνεται
στη διαμάχη των ανθρώπων
στη σελίδα
μιας ακόμη Ιστορίας

 

Ι Ι
Διδάχοι υπήρξαν οι θρησκείες
στις αδιέξοδες θεωρήσεις
στις συλλογικές τελετουργίες
μιας θολής εξάλειψης

 

Το τιποτένιο, το κενό
απότοκος
μιας κάποτε ελληνικής σκέψης
παράκμασε την φιλική λέξη του δωρήματος
απονέκρωσε την εμπειρία
αφαίρεσε από την χειρονομία μου
κάθε δισταγμό, κάθε περίσκεψη
με υπόταξε στο ασυμφιλίωτο
σαν χωρίς Ιστορία
στην απαίτηση των πραγμάτων.

 

Μόνο μια-δύο αποχρώσεις
του αίματος χειρότερα.

 

Ι Ι Ι
Στο μεγάλο κοιμητήριο
θυσιάζω όλες τις εκδηλώσεις μου·
πεθαίνω και ενταφιάζω
κάθε πολιτικό δικαίωμα
κάθε ηθική αξία
κάθε ανθρώπινη θυσία.

 

Στο βωμό επάνω
θυσιάζω όλη μου την Ιστορία·
σκοτώνω και ακρωτηριάζω
κάθε πολιτικό μεγαλείο
κάθε πραγματική ελευθερία
κάθε ψευδεπίγραφη προσδοκία.

 

Έγινα κράτος τώρα.

1 2