REQUIEM ΓΙΑ ΕΝΑ ΧΡΥΣΟΨΑΡΟ
Το ξυπνητήρι χτύπησε ακριβώς στις οχτώ, τη στιγμή που ο Καρλ παρακολουθούσε τη βασίλισσα της Σάμπα, στο μπαρ Spitfire, στην Αλεξάνδρεια. Η βασίλισσα της Σάμπα είχε χρυσαφένια μαλλιά και πράσινα μάτια και αλυσίδες με πέρλες στους καρπούς των χεριών και των ποδιών, και χόρευε με παράξενους παρτενέρ, με φίδια, πουλιά και ψάρια, και ο άντρας δίπλα στον Καρλ –που είχε μια κάποια ομοιότητα με τον ίδιο τον Καρλ– είπε, «τρέλα! Όλες τους κουβαλούν, δυστυχώς, μια τρέλα», και όταν ο Καρλ θέλησε να του ορμήσει στο λαρύγγι, εκείνος είπε χαμογελώντας, «λυπάμαι, το τμήμα μισθοδοσίας ακύρωσε κάθε άλλη ταξιδιωτική δαπάνη», και τότε ήταν που ο Καρλ ψηλαφώντας αναζήτησε το ξυπνητήρι που χτύπαγε, και έχυσε το μπουκάλι με το κρασί δίπλα στο κρεβάτι, και έπειτα έπαψε το ξυπνητήρι να χτυπά.
Για ένα λεπτό όλα ήταν ήσυχα, και ο Καρλ ξαπλωμένος και ακίνητος προσπαθούσε να θυμηθεί τη βασίλισσα της Σάμπα, και έπειτα κάτω στη στάση κροτάλισε το τραμ και σταμάτησε και έπειτα συνέχισε να κροταλίζει, και ο Καρλ είδε μια δεσμίδα φωτός στο σημείο όπου η κουρτίνα δεν κάλυπτε εντελώς τον τοίχο, και έπειτα μύρισε το κρασί, και το όνειρο χάθηκε, και έφερε το μπουκάλι στο στόμα και άρχισε να πίνει.
Φυσικά, ήταν άλλη μια φορά αργοπορημένος. Στους διαδρόμους του ΟΑΕΔ γινόταν στις δέκα μεγάλος χαμός, όπως παντού άλλωστε. Σκέφτηκε για λίγο αν θα έπρεπε να δοκιμάσει την τύχη του στις θέσεις εργασίας ως καθαριστής ψησταριών ή βοηθός λαντζιέρη, αλλά θυμήθηκε το περιστατικό προ δεκατεσσάρων ημερών, όταν, κατά την προσπάθεια του να δώσει φωτιά στην προϊσταμένη, τής μετακίνησε την περούκα από το κεφάλι. «Τι να γίνει», είπε ο Καρλ, «αυτηνής θα της έρθει κόλπος, και θα φωνάξει τους μπάτσους».
Η προϊσταμένη ήταν καραφλή κάτω από την περούκα.
Ο Καρλ προτίμησε να πάει στο Τμήμα της Εποχικής Απασχόλησης. Περίμενε ώσπου να τελειώσουν ένας Τούρκος, που κανονικά ήθελε να πάει στον Κλάδο Μεταλλουργίας, και ένας πιτσιρικάς που βρισκόταν υπό το καθεστώς της απαγόρευσης εργασίας λόγω ηλικίας, και έπειτα προχώρησε μέσα.
Τα γνώριζε καλά τα δύο κορίτσια που μοίραζαν τις δουλειές. Πάραυτα καμωνόταν πως ερχόταν πρώτη φορά. Το να προσποιείται τον άγνωστο τού ήταν πιο εύκολο από το να προφασίζεται μια κάποια οικειότητα, που ναι μεν θα ανταποκρινόταν σε κάποια εξωτερική πραγματικότητα αλλά καθόλου στη ζητούμενη εσωτερική. Εδώ που τα λέμε και τα κορίτσια κάνανε σαν να μην τον είχαν ξαναδεί. Ίσως, και πράγματι, να μην τον είχαν ξαναδεί.
Στράφηκε, όπως πάντα, σ’ αυτήν που καθόταν πιο κοντά στην πόρτα – είχε φτιαχτές μπουκλίτσες και ένα χλωμό ηλίθιο πρόσωπο – και ξεφούρνισε τα ίδια λόγια, όπως πάντα: «Ψάχνω κάτι, για μερικές εβδομάδες, αλλά θα πρέπει να είναι κάτι απλό… και όσο το δυνατόν πιο κοντά εκεί που μένω… κατά προτίμηση απογευματινό, έτσι δεν θα με νοιάζει και τόσο… ε, να, ξέρετε τι εννοώ…»
Το κορίτσι ούτε που τον κοίταξε, ενώ ρωτούσε τη συνάδελφο της: «Δεν ήταν κάτι με βάφλες;»
Η συνάδελφος άφησε τη λίμα για τα νύχια και τής πέρασε, περισσότερο αδιάφορα παρά χαλαρά, ένα καρτελάκι πάνω από το γραφείο. Το κεφαλάκι με τις μπούκλες διάβασε δυνατά: «Ζητείται πωλητής βάφλας από τον Φούρνο Φίσινγκερ, στο Όφενμπαχ, για έναν πάγκο μπροστά από το πολυκατάστημα στην οδό Στούτγκαρτερ. Ωράριο από τις οχτώ ως τις έξι, δυο ώρες μεσημεριανό διάλειμμα, έξι και πενήντα η ώρα. Για δυο εβδομάδες. Το θέτε;»
«Ναι, δεν ξέρω… δεν έχει τίποτε άλλο;»
«Μπα! Είναι το μόνο που ήρθε αυτή την εβδομάδα. Το θέτε;»
Ο Καρλ άρχισε να λογαριάζει. Ήταν ταπί. Του είχαν μείνει μόνο είκοσι μάρκα και χρωστούσε δυο νοίκια.
«Εντάξει, θα πάω».
Η κοπέλα συμπλήρωσε το καρτελάκι και του το έδωσε, και πάλι δίχως να τον κοιτάξει. Δίπλα στην καρτελοθήκη ήταν ανοιγμένο ένα γυναικείο περιοδικό και ένα πράσινο μάλλινο κουβάρι. Η άλλη λιμάριζε το νύχι του δεξιού της αντίχειρα.
Του Καρλ τού ανέβηκε μια γουλιά κόκκινο κρασί, και έφυγε γρήγορα.
Πριν από την έξοδο βρισκόταν το τμήμα για τις επιχειρήσεις σεκιούριτι, ασφάλειας, προστασίας και εστίασης. Δεν έβλαπτε να ρίξει κι εκεί μια ματιά, σκέφτηκε ο Καρλ. Η νυχτερινή απασχόληση συνέφερε ούτως ή άλλως.
Μπροστά του στέκονταν δύο ηλικιωμένοι με παλτά που πρέπει να προέρχονταν από τη βοήθεια στήριξης για τον χειμώνα. Ο ένας τραύλιζε χαμηλόφωνα έναν μονόλογο. Ο άλλος διάβαζε ως μύωπας μια βρώμικη αλλά επιμελώς διπλωμένη εφημερίδα. Ο Καρλ διέκρινε ότι διάβαζε τις αγγελίες για μασάζ. Ανοιγόκλεινε και τα χείλη του ταυτόχρονα. Κάθε τόσο στρεφόταν, μ’ ένα δυσαρεστημένο, σχεδόν γεμάτο με μίσος, βλέμμα, προς τον άλλον, που στεκόταν πίσω του και συνέχιζε τον μονόλογό του. Ο Καρλ άκουγε με προσοχή.
«…Μάργκοτ, της είπα, δεν κάνει να σκουπίζεις έτσι απλά τις κάμπιες από το χαλί, γιατί θα πηδήξουν στο πουρί της σόμπας, και δεν θα μπορούμε να θερμάνουμε, και έπειτα θα θυμώσει ο αρχίατρος, και το πόδι μου θα είναι πάλι στο Στάλινγκρατ, και φυσικά δεν θα το πιστέψει ότι οι κάμπιες βγαίνουν από το πόδι και ότι τα φασματώδη[1] βουίζουν μέσα από τον τοίχο μόλις σβήσει το φως, γιατί η Μάργκοτ θέλει να κάνει οικονομία στο ρεύμα, και το χαρτί της απόλυσης ανεμίζει μέσα από την κουζίνα υγραερίου, και έπειτα τα νερόφιδα στις παντόφλες, Μάργκοτ, και ο στρατιωτικός γιατρός μού πιέζει ένα νερόφιδο μέσα στην παλάμη και λέει, προσέξτε μην σας πετύχει κάνα θραύσμα στο λαιμό, ωχ Θεέ, κύριε δημοτικέ σύμβουλε, απάντησα εγώ, ας μην μου κατατρώγαν οι κάμπιες συνεχώς το σκέπασμα του κρεβατιού, που τα λεφτά δεν φτάνουν για τίποτα…»
Αμάν, αυτοί περιμένουν κάτι εντελώς διαφορετικό, μονολόγησε ξαφνικά ο Καρλ, άναψε ένα τσιγάρο και προσπερνώντας τους δυο ηλικιωμένους μπήκε στο γραφείο.
Μέσα, καθισμένος ένας μεγαλόσωμος με ένα καρό κουστούμι, ξεφύσαγε τον καπνό ενός πούρου.
«Είναι οι παλαβοί ακόμη έξω; Μα, καθίστε!»
Ο Καρλ κάθεται. «Όχι, έξω δεν είναι κανένας παλαβός», απάντησε.
«Αλήθεια;» Ο μεγαλόσωμος έτριψε τη μύτη του. «Νωρίς όμως εγκατέλειψαν σήμερα… ή ο Κόβαλεκ τους τακτοποίησε επιτέλους στην πόλη». Τίναξε τη στάχτη στο πάτωμα. «Και εσείς τι θέλετε; Μήπως επίδομα ανεργίας; Μονάχα μη σας περάσει από τον νου…»
«Μπα», βιάστηκε να αρνηθεί ο Καρλ, «ψάχνω για μια κανονική δουλειά».
Ο μεγαλόσωμος έδειχνε απογοητευμένος.
«Δουλειά; Ρε άνθρωπε, δουλειά ψάχνει ο καθένας. Δεν μπορείτε να σκεφτείτε κάτι πιο πρωτότυπο;»
Ο Καρλ άρχισε να ιδρώνει. Γιατί πάντα να πέφτει σε σαδιστές. Κατάπιε ένα ρέψιμο.
«Μια άλλη φορά, αφεντικό, τώρα έχω στερέψει από ιδέες, χρειάζομαι πραγματικά μια δουλειά, κάτι τελείως νορμάλ, σεκιουριτάς σε επιχείρηση, πορτιέρης, πορτιέρης νύχτας, το έχω κάνει συχνά…»
Ο μεγαλόσωμος έκανε μια κίνηση αποδοκιμασίας, «δεν μπορείτε να με εντυπωσιάσετε, νεαρέ, όχι με το δικό σας παρουσιαστικό… κοιταχτήκατε σήμερα στον καθρέφτη; Σαν τριών ημερών χαλβάς είστε, σας το δηλώνω, έτσι, δουλειά από μένα δεν έχει!»
Έσβησε το πούρο του. Ο Καρλ έσβησε το τσιγάρο του. Γιατί να μην είμαι με μια κούκλα μελαχρινή ξάπλα σε μια αμμουδιά της Ταϊτής, να πίνω ρούμι με πάγο και να γράφω αθάνατα ποιήματα στην άμμο; Εντάξει, σκέφτηκε, αυτό μπορεί να το σκεφτεί ο καθένας. Στην πραγματικότητα πρόκειται για κάτι τελείως διαφορετικό.
«Να σας πω», έσκυψε προς τα μπρος και φύσηξε δαχτυλίδια καπνού προς το μέρος του μεγαλόσωμου, «αν θέλετε να πουλάτε τρέλα, είναι δική σας υπόθεση, αλλά όσο εδώ γυαλίζετε τον κώλο σας με έξοδα των φορολογούμενων, θα μου βρείτε δουλειά! Καπίτο;»
Ο μεγαλόσωμος γούρλωσε τα μάτια, χαχάνισε υπόκωφα και άνοιξε τις καρτέλες του. Όταν ο Καρλ βγήκε ύστερα από δέκα λεπτά, οι δυο γέροι είχαν εξαφανιστεί, μονάχα ο Τούρκος, που ήθελε να μπει στη μεταλλοβιομηχανία, στεκόταν ελπίζοντας, μπροστά από την πόρτα, και περίμενε το μούγκρισμα από τις τουρμπίνες, τον βρυχηθμό από τις υψικάμινους και το ταξί για την Άγκυρα.
Το απόγευμα, ο Καρλ στεκόταν όρθιος στην μπάρα. Έπινε ένα Snaps[2] για το κρύο, και ο μοναδικός θαμώνας, εκτός από τον ίδιο, ένας συνταξιούχος, έριχνε κι άλλο κέρμα στον κουλοχέρη κοντά στον τοίχο και τράβαγε και περίμενε και τράβαγε και έχανε και πάλι.
«Απάτη», είπε στον Καρλ χύνοντας μπύρα πάνω στην μπάρα, «το σύστημα βασίζεται στην απάτη. Ήρθα με άδεια χέρια από την Ανατολική Γερμανία, εγώ το ξέρω: το σύστημα βασίζεται στην απάτη». Φώναξε του μπάρμαν, «δώσε μου ακόμη μερικά μάρκα, και σέρβιρε του Καρλ άλλο ένα Snaps, μοιάζει με τους Kickers Offenbach[3] στην κατρακύλα!»
Πίναν. Ο συνταξιούχος πέταγε τα χρήματα του στο μηχάνημα.
«Πρέπει κι εσύ να τινάζεις κάθε νύχτα τις κάμπιες από το μαξιλάρι;», ρώτησε ο Καρλ, «ή τυλίγονται κατευθείαν τα νερόφιδα στον λαιμό σου;»
Ο συνταξιούχος άφησε τον κουλοχέρη, έκλεισε τα μάτια, τα μισάνοιξε, λοξοκοίταξε τον Καρλ και χαμογέλασε. Έπειτα ένευσε στον Καρλ να πλησιάσει και τράβηξε το κεφάλι του να ακουμπήσει στον ώμο του. Ο Καρλ ένιωσε το τρέμουλο. Έτρεμαν και οι δύο τους, και για μισό λεπτό ήταν εκεί σαν έξω από τον χώρο, κεφάλι στον ώμο, φόβο στον φόβο, και έπειτα είπε ο συνταξιούχος, «μεταξύ μας ως θαλασσόλυκοι, εγώ σαν ανοίξω τα μάτια βλέπω πια μόνο μικρά ανδράκια».
«Και σαν τα κλείσεις;»
«Την πατρίδα, παλικάρι», είπε ο συνταξιούχος με έναν μικρό αναστεναγμό.
«Και πώς είναι αυτή;»
Ο συνταξιούχος τον έσπρωξε μακριά και έπιασε το ποτήρι του με την μπύρα.
«Τι ξέρεις εσύ απ’ αυτά;», είπε και έχυσε ακόμη περισσότερη μπύρα.
Ο Καρλ ανασήκωσε τους ώμους και ήπιε το Snaps του. Έπειτα άνοιξε η πόρτα, και με ένα ρεύμα ψύχους και λίγες σταγόνες βροχής μπήκε στο μπαρ η βασίλισσα της Σάμπα.
Η βασίλισσα της Σάμπα ήταν μια εξόριστη βασίλισσα, πράγμα που το έβλεπε ο καθένας αν την παρατηρούσε. Το μαύρο μακρύ της παλτό ήταν ξεφτισμένο και γεμάτο λεκέδες. Από κάτω, το πράσινο φουστάνι σκισμένο στα μανίκια, και η ίδια τα είχε κάπως φάει τα ψωμιά της. Ωστόσο, τα πόδια της μέσα στις μεταξωτές κάλτσες εξακολουθούσαν να είναι λιγνά και καυτά, το ξανθό της μαλλί, παρότι βαμμένο, έπεφτε σε φυσικούς κυματισμούς πάνω στους λευκούς της ώμους, και το πρόσωπο της, αν και στιγματισμένο από την εξορία, που διαρκούσε πιότερο και από μια νεότητα, εξακολουθούσε να είναι όμορφο, ακόμη και τώρα που έπεφτε πάνω του η σκιά μιας μέτριας μέθης. Απ’ τα σκουροπράσινα μάτια της κρέμονταν δάκρυα. Τοποθέτησε ένα μικρό δοχείο πάνω στην μπάρα και δίπλα ένα ασημί αστραφτερό τσαντάκι. Ο Καρλ έκατσε κοντά της.
Εκείνη τον κοίταξε, χαμογέλασε και τον ρώτησε, «πώς σε λένε, καλέ;»
«Johnny Tristano», απάντησε ο Καρλ, «κι εσένα;»
«Lola Love», είπε η βασίλισσα της Σάμπα.
Ύστερα από τρία Leonardo Cohen και τέσσερα βερμούτ, ο Καρλ δεν μπορούσε πια να συγκρατηθεί.
«Τι είναι λοιπόν εκεί, μέσα σ’ αυτό το πράμα;» ρώτησε, δείχνοντας με το άδειο του ποτήρι το δοχείο, που εξωτερικά ήταν ντυμένο κατ’ αυτόν τον τρόπο με βελούδο ώστε να μην φαίνεται τι περιείχε.
«Σσσσ», έκανε η Lola, «δεν το αντέχει να μιλάνε για εκείνον με αυτόν τον τρόπο.» Η Lola χάιδεψε απαλά τα μαλλιά του Καρλ.
«Ποιος δεν αντέχει τι; Είναι κάποιος εκεί μέσα;»
Η Lola άδειασε το ποτήρι της, έκανε μια γκριμάτσα και καμωνόταν πως έκλαιγε. «Όλοι σας είστε ίδιοι, όλοι ίδιοι, καχύποπτοι, ανάγωγοι, άδικοι, δεν μπορείτε να καταλάβετε κανένα όνειρο και πρέπει να σκάβετε με τα μηχανήματα στις ψυχές… Άντρες!» Σκούπισε τα μάτια της και αγκάλιασε και με τα δυο της χέρια το δοχείο.
«Lola», είπε ο Καρλ και έσπρωξε προς τον μπάρμαν τα ποτήρια, «δεν το εννοούσα έτσι. Απλώς ήμουν περίεργος, δεν τρέχει κάτι».
«Ζηλεύεις, παραδέξου το!»
Πίσω τους κουδούνιζε ο κουλοχέρης με τα μάρκα, και ο συνταξιούχος θριαμβολογούσε, «δεν το ‘λεγα εγώ; Σύστημα, όλα είναι σύστημα, όποιος δεν το καταλαβαίνει, αποβιβάζεται, και καλά να πάθει!»
«Ας πάμε κάπου αλλού», ψιθύρισε η Lola στο αυτί του Καρλ, «αν μου υποσχεθείς πως δεν θα ζηλεύεις».
«Μα ποιον πρέπει να ζηλεύω;»
«Υποσχέσου μου!»
Το πρόσωπο της τρίφτηκε στο δικό του, τη μύρισε. Ο διάβολος ξέρει, σκέφτηκε ο Καρλ, κάτι μου χρωστά η ζωή.
«Εντάξει», της είπε μέσα στα μαλλιά της, «το υπόσχομαι».
Όταν βγήκαν έξω έβρεχε ακόμη, και ο αέρας έριχνε ριπές στα πρόσωπα τους, αλλά του Καρλ τού έμοιαζε σαν να κατευθυνόταν προς τον ήλιο της Ταϊτής.
«Μου αρέσεις στ’ αλήθεια», είπε η βασίλισσα της Σάμπα, και κούρνιασε κοντά του. «Νομίζω πως σε έχω ερωτευτεί».
Ο Καρλ προσπάθησε να την αγκαλιάσει, ακούμπησε όμως με το χέρι στο δοχείο, που εκείνη είχε πιεσμένο στα στήθη της. Δείλιασε κάπως.
«Τρελά», είπε, «σε γουστάρω τρελά!»
«Σπίτι μου όμως δεν μπορούμε να πάμε», είπε η Lola, «δεν έχω καν σπίτι».
Τι πειράζει, σκέφτηκε ο Καρλ, κατανοητό. Πώς θα μπορούσε η βασίλισσα της Σάμπα να έχει ένα ηλίθιο σπίτι, δυο δωμάτια, κουζίνα με καθιστικό, μπαλκόνι στο καυσαέριο – αυτή, μια εξόριστη βασίλισσα;
«Λογικό», αποκρίθηκε, «θα πάμε στο δικό μου. Βέβαια, είναι κάπως βρώμικο, και με το νοίκι δεν είμαι και πολύ εντάξει, αλλά ο σπιτονοικοκύρης δεν νομίζω να έρθει σήμερα, και εκτός αυτού, τι μας νοιάζει; Της αγάπης τής αρέσει εκεί, όπου βρίσκεται».
Το ταξί έκανε μια απότομη αναστροφή, και εκείνος ένιωσε τη Lola πολύ κοντά του.
«Αλήθεια;» ψιθύρισε χαμηλόφωνα. «Το λες σοβαρά;»
«Lola Love», είπε ο Καρλ προσπαθώντας να βρει τον αφαλό της, αλλά ακούμπησε και πάλι το δοχείο, «το εννοώ».
«Johnny Tristano», είπε η βασίλισσα της Σάμπα σε επίσημο τόνο, «θα σου αποκαλύψω το μυστικό μου, θα σ’ αγαπώ».
Ο Καρλ παραμέρισε τα πολλά σκουπίδια, απομάκρυνε τα άδεια μπουκάλια, τίναξε τα κλινοσκεπάσματα, έπλυνε δυο ποτήρια και άνοιξε το τελευταίο μπουκάλι ουίσκι.
«Υπέροχα», είπε, και έβαλε μερικά παγάκια στα ποτήρια, «τότε λοιπόν ξεκίνα!»
Η Lola Love καθισμένη στην μπερζέρα, απ’ όπου έχασκε η γέμιση κοκοφοίνικα, ονειροπολώντας κάπνιζε το τσιγάρο της. Το πράγμα, ντυμένο με βελούδο, το είχε τοποθετήσει πάνω στο τραπέζι. Τα μάτια της, αυτά τα πράσινα μάτια της που ωθούσαν τον Καρλ στην τρέλα, ήταν κλειστά.
«Ξέρω τι περιμένεις», είπε.
«Στην υγειά μας», απάντησε ο Καρλ, και έσπρωξε προς το μέρος της το ένα ποτήρι, «ας πιούμε ακόμη ένα για το κρύο, το καλοριφεράκι μου βρίσκεται δυστυχώς στο ενεχυροδανειστήριο».
Εκείνη άνοιξε τα μάτια της. Τα μάτια κολυμπούσαν σε πράσινα δάκρυα.
«Εφόσον δεν μπορείς να περιμένεις, θα πρέπει να σου το δείξω τώρα λοιπόν», απάντησε εκείνη κλαίγοντας πνιχτά.
Γαμώ το, σκέφτηκε ο Καρλ, δεν υπάρχει γυναίκα χωρίς τρέλα. Ονειρεύεσαι τη βασίλισσα της Σάμπα, τη συναντάς, την καταφέρνεις να σε ακολουθήσει σπίτι, και τι κουβάλα; Τρέλα.
Στη συνέχεια, παρακολουθώντας τη Lola να βγάζει το βελούδο από το δοχείο, διαπίστωσε πως επρόκειτο για ένα μικρό τετράγωνο ενυδρείο, γεμάτο νερό και λίγη άμμο και πρασινάδα, όπου καταμεσής βρισκόταν ένα παχουλό χρυσόψαρο.
Ο Καρλ άρχισε να χαχανίζει.
«Κι εγώ που νόμιζα ότι είχες έναν μανδραγόρα εκεί μέσα!»
Άπλωσε το χέρι στο ποτήρι του και κατέβασε το ουίσκι, το ξαναγέμισε και συνέχιζε να γελά, να ξεκαρδίζεται. Τότε πρόσεξε το πρόσωπό της και σταμάτησε απότομα να γελά. Ακολούθησε το βλέμμα της. Το χρυσόψαρο γούρλωσε το ένα μάτι. Επρόκειτο για ένα σχετικά μεγάλο μάτι, μεγάλο για χρυσόψαρο, και το μάτι ήταν καρφωμένο στον Καρλ, και ο Καρλ αναγνώρισε, στο θολό λευκό που λαμπύριζε, παγερό το μίσος, μέσα στο μάτι, και τρόμαξε κάπως, και θυμήθηκε τις κάμπιες και τα νερόφιδα από σήμερα το πρωί, και αναρωτήθηκε αν υπήρχε κάποια σχέση – όνειρο; ντελίριο; σχιζοφρένεια;
«Το καταλαβαίνει ότι τον ζηλεύεις», είπε η Lola χαμογελώντας, και φύσηξε στο γυαλί, και ο Καρλ έβλεπε πως το χρυσόψαρο έτρεμε και κούναγε πιο δυνατά τα βράγχια του και πως ανακάτεψε το νερό με την κοντόχοντρη ουρά του.
Το επόμενο και όλα τα επόμενα ποτά τα κατέβασε ο Καρλ δίχως πάγο, μισός ακουμπισμένος στο κρεβάτι, μισός ξάπλα έβλεπε τη βασίλισσα της Σάμπα να χορεύει μέσα στην παράγκα του, τη μια ντυμένη, την άλλη γυμνή, στον ρυθμό μιας μουσικής που δεν άκουγε με τα αυτιά αλλά με τα νεύρα, και έβλεπε το χρυσόψαρο να παρακολουθεί μέσα από τη γυάλα του τη βασίλισσα και, εν τέλει, να φαίνεται να αναπνέει στον ίδιο ρυθμό με εκείνη, να τρέμει, να γλιστρά, να χορεύει, και έπειτα να στέκεται η Lola εμπρός του, και δάκρυα να χύνονται από τα πράσινά της μάτια σαν ρευστό χρυσάφι, και να λέει: «Ονειρεύεσαι, Johnny Tristano, επιτέλους ονειρεύεσαι!», και άκουσε τον εαυτό του να απαντά: «Έλα, βασίλισσα της Σάμπα, έλα!», και ώρα πολύ αργότερα ξύπνησε και τρίκλισε από το κρεβάτι για να πιεί ένα ποτήρι νερό, και είδε νερό, και στο νερό κολύμπαγε ανάσκελα ένα χρυσόψαρο, και βούτηξε στο νερό ένα δάχτυλο και ακούμπησε το χρυσόψαρο, και το χρυσόψαρο ήταν νεκρό, και έπειτα το έβγαλε έξω και το πέταξε στη σακούλα με τα σκουπίδια και αντί για νερό ήπιε το υπόλοιπο ουίσκι, και έπειτα την έπεσε και πάλι στο κρεβάτι δίπλα στη βασίλισσα της Σάμπα.
Η βασίλισσα κοιμόταν και, όταν παρατήρησε το πρόσωπο της στο φως του φωτιστικού δαπέδου, διέκρινε το ηττημένο πρόσωπο μιας ηλικιωμένης γυναίκας με άσπρα μαλλιά και σακούλες κάτω από τα μάτια. Σύρθηκε κοντά της, και εκείνη κάτι είπε, και εκείνος σύρθηκε ακόμη πιο κοντά της, και την άκουσε να ψιθυρίζει: «Μη ζηλεύεις… ποτέ ξανά δεν κάνει να ζηλέψεις. Και τώρα είναι πολύ αργά». Την κοίταζε για κάμποση ώρα, και έπειτα έσβησε το φως και λίγα δευτερόλεπτα ήταν ξαπλωμένος εκεί, και δεν έβλεπε τίποτα, και έπειτα απομακρύνθηκε με μια βουτιά, αλλά και τότε δεν έβλεπε τίποτα, δεν ένιωθε τίποτα, δεν ονειρευόταν τίποτα.
Όταν την άλλη μέρα ο Καρλ ξύπνησε, ήταν μόνος.
Ήπιε ένα ποτήρι νερό από τη βρύση, ντύθηκε αργά και προσπάθησε να νιώσει ένα οποιοδήποτε συναίσθημα, να νιώσει οτιδήποτε, ωστόσο δεν ένιωθε τίποτα. Ήπιε κι άλλο νερό και κατάπιε δυο ασπιρίνες και ξανακοίταξε γύρω, αλλά δεν είδε τίποτα που να άξιζε τον κόπο να ιδωθεί, και το χρυσόψαρο στη σακούλα σκουπιδιών είχε επίσης εξαφανιστεί. Στη στάση του ηλεκτρικού και ενώ έψαχνε για ένα μάρκο, βρήκε τις δυο κάρτες του ΟΑΕΔ: «Πωλητής για βάφλες» και «Βοηθός πορτιέρη για ανεπιθύμητα πρόσωπα στο Lido-μπαρ. Δεν ακούγεται και άσχημο Lido-μπαρ, σκέφτηκε, άσχημο όμως για τα άλλα πρόσωπα. Με άλλα πρόσωπα δεν ήθελε σήμερα καμία επαφή. Οι βάφλες ήταν απρόσωπες.
Δύο ώρες αργότερα βρισκόταν στον πάγκο του, και ο άντρας από τον φούρνο ξετύλιγε τις βάφλες και του εξηγούσε τι έπρεπε να κάνει. Πούλαγε βάφλες.
Όταν στο μεσημεριανό του διάλειμμα κατευθυνόταν προς το κοντινότερο σνακ-μπαρ, πέρασε μπροστά από ένα κατάστημα με κατοικίδια. Μπήκε μέσα. Μια πωλήτρια με περμανάντ τον πλησίασε.
«Πως μπορώ να βοηθήσω;»
«Ψάχνω για ένα χρυσόψαρο», απάντησε ο Καρλ.
Εκείνη του έδειξε τα χρυσόψαρα.
«Θέλετε κάποιο συγκεκριμένο είδος; Υπάρχουν…»
«Θα κοιτάξω μόνος μου», αποκρίθηκε ο Καρλ. Περιεργάστηκε όλα τα χρυσόψαρα. Εκείνα κινούνταν στα ενυδρεία τους βαριεστημένα. Τότε συνειδητοποίησε ότι σκεφτόταν τη βασίλισσα της Σάμπα και ότι ανακατευόταν από τον δυνατό τον πόνο. Η πωλήτρια τον κοίταξε καχύποπτα.
«Νομίζω πως θα μείνω στις κάμπιες», είπε ο Καρλ και έφυγε.
[1] Τα Φασματώδη ή φασμίδια (Phasmatodea ή Phasmida) αποτελούν μια τάξη εντόμων. Τα είδη των φασματωδών μοιάζουν με κομμάτι ξύλου ή με φύλλα. Ανάλογα λέγονται «κλαράκι», «περιφερόμενο φύλλο» ή παρόμοια.
[2] To schnaps είναι ένας τύπος αλκοολούχου ποτού που παρασκευάζεται από αποσταγμένα φρούτα. Μοιάζει με την ρακί ή το τσίπουρο.
[3] Ποδοσφαιρική ομάδα της Γερμανίας.