Συμμετοχή

Ανθολογία 1st Serres International Poetry Festival

Βιολέτα ή Μενεξές

Εκείνο το πρωινό ένιωσε κουρασμένη·
ένιωσε ανηφορίζοντας στα ρουθούνια
την μυρωδιά του θανάτου
Με τον ήλιο πάνω
στα θαμπωμένα βλέφαρα
μέτρησε δαχτυλίδια
χρόνια συσσωρευμένα
σε ομόκεντρους κύκλους
Ένα μπάλωμα ανάμεσα σε δυο άκρες
μια βελονιά πάνω στο κενό
Πάνω στο ματωμένο λείψανο
στάθηκαν λευκές πεταλούδες
Λευκά σημαιάκια τα φτερά τους
Η μία έμεινε για πάντα εκεί
άφησε το αποτύπωμα της στο ξύλο
Μια άλλη χόρεψε μπροστά στα χείλη
που κόβουν βιολετιά λουλούδια
Η άλλη φτεροκόπησε στον άνεμο
πάνω από τις πλαγιές του λόφου
Η πιο μικρή πέταξε κοντά στα μάτια
Κοίταξε πέρα απ’ αυτά
με βλέμμα μαθημένο στον ουρανό
Έκλεισε τα μάτια·
δεν έπρεπε να καταλήξουν ραμφισμένα
από κοράκια

 

από την ποιητική συλλογή Άνθεα, εγχώρια και εξωτικά, Ποιητικό Ανθο-Λόγιο Κατερίνα Λιάτζουρα & Μαργαρίτα Παπαγεωργίου (εκδόσεις ΑΩ, 2023)

 

Violet or Pansy

 

On that morning, she felt tired;
she felt, rising in her nostrils
the smell of death

With the sun
in her blinking eyelids
she counted rings
of accumulated years
into concentric circles

A patch between two edges
a stitch on the void
Upon the bloody relic
white butterflies stood

Their wings, white little flags

One stayed there forever
leaving its imprint on the wood
Another danced before the lips
that cut violet colored flowers
Some other fluttered in the wind
over the sides of the hill

The youngest flew close to the eyes
She looked beyond them
with a gaze accustomed to the sky

She closed her eyes;
they were not to end up pecked
by crows

 

from the poetry collection Anthea, domestic and exotic, Poetic Antho-Logy, by Katerina Liatzoura & Margarita Papageorgiou (AO publication, 2023)

 

translated by Margarita Papageorgiou

 

Σώμα γυμνό | Χλόη Κουτσουμπέλη

ΕΙΣΑΓΩΓΗ της Κατερίνας Λιάτζουρα

 

«Ένα απάνθισμα κριτικών δοκιμίων, αντάξιο της ποίησης και της ποιητικής της Χλόης Κουτσουμπέλη»

Η μελέτη της ποίησης και της ποιητικής και η κριτική ανάγνωση και αποτύπωση αυτών, αποτελεί ένα αναπόσπαστο κομμάτι της Λογοτεχνίας και των Γραμμάτων και μια παρακαταθήκη ανεκτίμητη στην Ιστορία της Λογοτεχνίας, καθώς χωρίς αυτά τα μελετήματα, δεν θα μπορούσαν οι εν δυνάμει, ενδιαφερόμενοι των επομένων γενιών, αναγνώστες, να εντρυφήσουν σε κάποιον συγκεκριμένο συγγραφέα ή/και ποιητή, αντλώντας από τα μελετήματα αυτά, πληροφορίες και ανακαλύπτοντας λεπτομέρειες της γραφής τους, τοποθετώντας τους δημιουργούς με τα δημιουργήματα τους μέσα σε ένα ευρύτερο κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο, και διαμορφώνοντας φυσικά το λογοτεχνικό περιβάλλον και εξασφαλίζοντας εκείνες τις συνθήκες, που να τους επιτρέπει να “καταλάβουν” λίγο καλύτερα ίσως, τόσο, όλα όσα πρεσβεύει ο ποιητής ή η ποιήτρια, όσο, και όλα όσα ο ποιητής ή η ποιήτρια αποτυπώνει φανερά ή συγκαλυμμένα στο χαρτί με λέξεις. Η ενεργή ενασχόληση του κριτικού λογοτεχνίας με τον λόγο και τα συγγράμματα του εκάστοτε λογοτέχνη, του επιτρέπει να παίξει όχι μόνο τον ρόλο του διαμεσολαβητή ανάμεσα στο ανάγνωσμα και το αναγνωστικό κοινό, καταθέτοντας απόψεις και σκέψεις θετικές ή/και αρνητικές, που αποκόμισε από την ευχάριστη, δυσάρεστη ή αδιάφορη συνάντηση του με το βιβλίο, αλλά τον υποχρεώνει ενδόμυχα να αναδείξει και να καταγράψει και όλα όσα -υπό την υποκειμενική του πάντα κρίση- θεωρεί σημαντικά, ασήμαντα ή αδιάφορα· στοιχεία όμως και αναφορές, που θα προσφέρουν στο αναγνωστικό κοινό, την δυνατότητα και την ευκαιρία να επικοινωνήσει πιο εποικοδομητικά με το ανάγνωσμα και τον | την συγγραφέα του, ακολουθώντας τα πιο ιδιαίτερα μονοπάτια της σκέψης του. Ωστόσο είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ότι καμία κριτική δεν μπορεί -όσο εμπεριστατωμένη, επιστημονικά τεκμηριωμένη και βιβλιογραφικά στοιχειοθετημένη κι αν είναι- να υποκαταστήσει την μοναδική και την μοναδικότητα της επαφής που καλλιεργεί ο | η συγγραφέας με το αναγνωστικό του | της κοινό. Η αναγνωστική εμπειρία -είτε μιλάμε για πεζογράφημα είτε για ποίηση- είναι ατομική, και η διαδικασία ανάγνωσης μοναχική, και οι εντυπώσεις που αποκομίζει ο αναγνώστης | η αναγνώστρια ουσιαστικές και καθοριστικές, αναντικατάστατες και μοναδικές, και απολύτως υποκειμενικές. Αυτήν την δυναμική, που αναπτύσσεται ανάμεσα στο ανάγνωσμα και το αναγνωστικό κοινό, έρχεται να ενισχύσει η κριτική της λογοτεχνίας με συμπληρωματικές επισημάνσεις, παρατηρήσεις και αναλύσεις. Και όταν μιλάμε ιδίως για την ποίηση και την ποιητική τέχνη, τα πράγματα δυσκολεύουν ακόμη περισσότερο, καθώς η πρόσληψη της ποίησης βασίζεται σε πιο προσωπικά και υποκειμενικά στοιχεία του αναγνωστικού κοινού, όπου στην διαδικασία ανάγνωσης, πέρα από τις εκάστοτε αναγνωστικές και αντιληπτικές δεξιότητες του, εμπλέκονται και όλες εκείνες οι ψυχο-συναισθηματικές εκφάνσεις του ανθρώπου που διαμορφώνουν το αναγνωστικό του υπόβαθρο. Η ποίηση οφείλει να διεγείρει και άλλα κέντρα της ανθρώπινης ύπαρξης, πέρα από τα κέντρα της ανθρώπινης σκέψης που βασίζονται στην λογική, την εκλογίκευση και την ερμηνεία· οφείλει δηλαδή να διεγείρει ταυτόχρονα και τα κέντρα των αισθήσεων, του συναισθήματος και της ενσυναίσθησης, κέντρα που αποκαλύπτουμε και ανακαλύπτουμε, που αποκαλύπτονται και ανακαλύπτονται στην μοναδική τριαδική σχέση ποιητή – ποιήματος – αναγνωστικού κοινού.

Σκοπός του συγκεκριμένου τόμου μελετημάτων είναι να διοχετευτεί, αν όχι άπλετο, τουλάχιστον ικανοποιητικά πολύ φως στην ποίηση και την ποιητική μιας μεγάλης σύγχρονης ποιητικής φωνής του τόπου μας. Τόσο φως, που να επαρκεί για να αντιληφθούν και να σταχυολογήσουν οι αναγνώστες και οι αναγνώστριες, όλα εκείνα τα στοιχεία που τους είναι απαραίτητα, για να καταβυθιστούν στην μαγεία των λέξεων, για να παρασυρθούν από αυτόν τον χείμαρρο των στίχων, για να γνωρίσουν τον πλούτο και το πολύχρωμο περιβάλλον των ποιημάτων, αλλά για να γνωρίσουν επίσης και όλες εκείνες τις μικρές ψηφίδες που συνθέτουν την λογοτεχνική προσωπικότητα και την ποιητική ιδιοσυγκρασία μιας τόσο πολυσχιδούς όσο και μοναδικής ποιητικής παρουσίας στην Ελλάδα (κι όχι μόνο), αυτήν της Χλόης Κουτσουμπέλη. Και δεν είναι εύκολη υπόθεση να συμπεριληφθούν σε έναν τόμο, όσο εκτενής κι αν είναι αυτός, όλες οι πτυχές και οι προεκτάσεις της ποιητικής παρουσίας μιας ποιήτριας. Πόσο μάλλον όταν η παρουσία της συγκεκριμένης ποιήτριας ξεκινά από τις αρχές του ’80, όπου εκδόθηκε και η πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο «Σχέσεις σιωπής» (εκδόσεις Εγνατία). Από τότε αριθμεί δέκα ποιητικές συλλογές, των οποίων η συλλογή με τίτλο «Οι ομοτράπεζοι της άλλης γης» (εκδόσεις Γαβριηλίδης) απέσπασε το 2017 και το Κρατικό Βραβείο Ποίησης (εξ ημισείας με τον Σταμάτη Πολενάκη). Παράλληλα όμως η Χλόη Κουτσουμπέλη παρουσιάζει μια αξιοζήλευτη συνέπεια με την συνεχή παρουσία της στα νεοελληνικά γράμματα καταθέτοντας σημαντικό λογοτεχνικό έργο, συμμετέχοντας σε πολλά και ποικίλα συλλογικά έργα, δημοσιεύοντας έργα σε πληθώρα έντυπα και ψηφιακά μέσα, έργα που αφορούν σε διάφορα είδη του έντεχνου λόγου (πεζογραφία, δοκίμιο, κριτικές λογοτεχνίας). Με πολλά εργαστήρια δημιουργικής γραφής στο ενεργητικό της, με αθρόα συμμετοχή σε παρουσιάσεις έργων ομότεχνων της, μέλος και μάλιστα με δυναμική παρουσία στην Εταιρία Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης, μέλος του Κύκλου Ποιητών και της Εταιρείας Συγγραφέων, και με αδιάλειπτη και εξαιρετικά ενεργό συμμετοχή σε επιτροπές και πρωτοβουλίες που προάγουν την ελευθερία του λόγου και που προασπίζονται τα δικαιώματα των γυναικών (PEN Greece, Δίκτυο γυναικών συγγραφέων Η φωνή της).

Από που να ξεκινήσει λοιπόν κανείς;

Σε αυτό το ρητορικό όσο και ουσιαστικό όμως ερώτημα, προσκλήθηκαν να απαντήσουν και να συνδράμουν με την γραφίδα τους στη δημιουργία του συγκεκριμένου τόμου μελετημάτων, δέκα άνθρωποι, που δεν δραστηριοποιούνται μονάχα στην κριτική ανάγνωση βιβλίων και την αποτύπωση και δημοσίευση των κριτικών τους σε έντυπα και ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά, αλλά που έχουν και προσωπικά οι ίδιοι να επιδείξουν σημαντικό και αξιανάγνωστο συγγραφικό έργο, δίνοντας έτσι μια άλλη προοπτική και μια άλλη βαρύτητα στα κείμενα τους. Θέλω να πω με την επισήμανση αυτή, ότι τα δοκίμια του συγκεκριμένου τόμου, αποκτούν -κατά την ταπεινή μου άποψη- μια προστιθέμενη αξία, καθώς δεν έχουν γραφτεί αποκλειστικά και μόνο από θεωρητικούς της λογοτεχνίας, που είναι φυσικά άρτια καταρτισμένοι σε θέματα συγκριτικής ανάλυσης και κριτικής λογοτεχνικών κειμένων, αλλά που όμως ενδεχομένως να μην έχουν νιώσει αυτό το ευχάριστα ενοχλητικό γαργάλημα στα δάχτυλα, που να μην έχουν καλωσορίσει ή αναθεματίσει λέξεις και στίχους, που να μην έχουν περάσει ανυπολόγιστο χρόνο μπρος σε μια λευκή κόλλα χαρτί, που παραμένει ενοχλητικά λευκή και άγραφη στο πέρας της ημέρας ή των ημερών, και που κυρίως να μην έχουν εκθέσει σε αναγνωστικό κοινό τα δημιουργήματα τους δημοσιεύοντας και εκδίδοντας τα, δίχως έτσι να έχουν εκτεθεί στην θετική ή αρνητική τους υποδοχή από αναγνώστες και αναγνώστριες ή/και από έγκριτους κριτικούς και μελετητές της λογοτεχνίας. Όχι ότι είναι απαραίτητη προϋπόθεση, αλλά η διαπίστωση ότι έχουν γράψει για την ποίηση και την ποιητική της Χλόης Κουτσουμπέλη, άνθρωποι που έχουν προσωπική εμπειρία με την λογοτεχνική συγγραφή ή/και με την τέχνη της ποίησης, είναι τουλάχιστον άξιο αναφοράς.

Επιχειρώντας μια πιο περιεκτική επισκόπηση στο υλικό που έχει συγκεντρωθεί στον εν λόγω τόμο μελετημάτων, διαπιστώνει κανείς τις ποικίλες και διαφορετικές προσεγγίσεις των συμμετεχόντων στην ποίηση και την ποιητική της Χλόης Κουτσουμπέλη, όπου ο καθένας και η καθεμιά τους, με το προσωπικό και μοναδικό τους ύφος, διατυπώνουν γενικές και ειδικές επισημάνσεις στις θεματικές της ποιήτριας, εντοπίζουν διακειμενικά στοιχεία και παραλληλισμούς, αλλά και εμβαθύνουν σε μεμονωμένες πτυχές που εντόπισαν στους στίχους της και θεώρησαν σημαντικές. Έτσι, με την σειρά λοιπόν που αναγράφονται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου θα προσπαθήσω να παρουσιάσω περιληπτικά τα κείμενα τους, σταχυολογώντας στιγμιότυπα από τις κριτικές τους σκέψεις και τις αναγνωστικές τους προσεγγίσεις.

Η Έφη Χ. Πέτκου, μέλος του Διδακτικού Προσωπικού του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης στο τμήμα Φιλολογίας, με τα ερευνητικά της ενδιαφέροντα επικεντρωμένα στην νεοελληνική ποίηση και πεζογραφία του 19ου και κυρίως του 20ου αιώνα, σε ζητήματα λογοτεχνικής κριτικής, της λογοτεχνικής μετάφρασης και της διδακτικής και της θεωρίας της λογοτεχνίας, έχοντας ως σημείο αναφοράς την έκτη κατά σειρά ποιητική συλλογή της Κουτσουμπέλη με τίτλο «Στον αρχαίο κόσμο βραδιάζει νωρίς» (2012), ερευνά στη μελέτη της, τις ποικίλες μυθικές μορφές και τα μυθήματα στους στίχους της Κουτσουμπέλη, αναζητώντας τα έμφυλα δίπολα στη μυθοποιητική της. Η ποιήτρια μέσω των υποκειμενικών της προσλήψεων των μύθων, ανατροφοδοτεί έναν αέναο κύκλο με νέα κειμενικά περιβάλλοντα, όπου επαναπροσδιορίζει τους ήρωες της μέσα στον χωροχρόνο, επιζητώντας όμως να τους ολοκληρώσει ως αρχέτυπα και να συνδέσει έτσι το ποιητικό παρόν με τον αρχαίο κόσμο.

Η Διώνη Δημητριάδου, ποιήτρια, μεταφράστρια και κριτικός λογοτεχνίας, ειδική συνεργάτις του έντυπου λογοτεχνικού περιοδικού «Καρυοθραύστις», με δική της στήλη στο περιοδικό «Οδός Πανός» και συνδιευθύντρια (μαζί με τον ποιητή Κώστα Θ. Ριζάκη) του έντυπου περιοδικού Λόγου και Τέχνης «Σταφυλή», ερευνά στη δική της μελέτη την σχέση των αλληλοεξαρτώμενων μερών που συμμετέχουν και αλληλοεπιδρούν στην τριάδα της λογοτεχνίας (συγγραφέας, κείμενο, αναγνώστης) παράλληλα με τον εμπλουτισμένο ρόλο του “παρείσακτου”, όπως χαρακτηρίζει η Δημητριάδου τον κριτικό λογοτεχνίας, υπό το πρίσμα πάντα της βιωματικής ανάγνωσης της ποίησης της Κουτσουμπέλη και εστιάζοντας στην υποκειμενική και διαφοροποιημένη πρόσληψη των ποιημάτων από τον αναγνώστη | την αναγνώστρια. Η Δημητριάδου επίσης μελετά το πένθος και τις πολλές μορφές, πτυχές και εκφάνσεις που του δίνει η Κουτσουμπέλη με τους στίχους της, σε μια προσπάθεια εξοικείωσης ίσως με τον θάνατο, τον συνακόλουθο φόβο του κενού και την αναπόφευκτη αλλά τόσο αναγκαία απομόνωση του ανθρώπου που πενθεί.

Η Μάνια Μεζίτη, ποιήτρια, μεταφράστρια, επαγγελματίας αναγνώστρια αγγλόφωνης λογοτεχνίας και επιμελήτρια έντυπων και ψηφιακών ανθολογιών σύγχρονης ελληνικής ποίησης, προσεγγίζει την ποίηση και την ποιητική της Χλόης Κουτσουμπέλη επισκοπώντας την ποιητική πορεία της ποιήτριας από την πρώιμη εμφάνιση της στην ηλικία των εικοσιδύο μόλις ετών, και περιδιαβαίνοντας όλη σχεδόν την ποιητική της παραγωγή, παραθέτει επιχειρήματα για τις επιρροές της ποιήτριας από την επιστήμη της Ψυχολογίας και της Ψυχιατρικής, της Οντολογίας και του φεμινιστικού κινήματος. Επίσης η Μεζίτη αναφέρεται στην εξαίρετη άνεση της Κουτσουμπέλη να εμπλέκει στην ποίηση της στοιχεία και πρόσωπα από κόσμους μυθολογικούς, ιστορικούς, κοινωνικούς και λογοτεχνικούς, προσδίδοντας έτσι στα ποιήματα της, μέσω της αλληγορίας και των συμβολισμών, μια αξιοζήλευτη θεατρικότητα, που την διευκολύνει στην ανακάλυψη όλων των αυθεντικών ταυτοτήτων της, εγκαθιστώντας τες εντός της ποιητικής της τέχνης.

Η Σοφία Σκλείδα, διδάκτωρ Συγκριτικής Παιδαγωγικής και μεταδιδακτορική ερευνήτρια της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, επικεντρώνεται στη δική της μελέτη, στο θέμα του έρωτα και τις πολυδιάστατες εκφάνσεις και πολύπλευρες προεκτάσεις, που του δίνει η Χλόη Κουτσουμπέλη στην έβδομη κατά σειρά ποιητική της συλλογή με τίτλο «Κλινικά απών» (2014), όπου με κινηματογραφικό σχεδόν τρόπο και δραματικό λόγο και πάντα μέσα από το πρίσμα της φυσικής και κοσμικής αξίας του έρωτα, η ποιήτρια παρουσιάζει το μεγαλείο του και χρησιμοποιώντας πληθώρα οπτικών, ηχητικών, οσφρητικών, υπερρεαλιστικών και ρεαλιστικών εικόνων, καθώς και συμβόλων και σχημάτων, όπως το ασύνδετο, τη θέση-αντίθεση-σύνθεση, το οξύμωρο και το επιμύθιο, επίσης τολμά να υπερβεί κανόνες λογικής πραγματικότητας και της συνειρμικής σύνδεσης των νοημάτων, σπάζοντας έτσι κοινωνικούς και ηθικούς φραγμούς, απελευθερώνοντας με αυτόν τρόπο το ένστικτο, το υποσυνείδητο και τη πρωτογενή φαντασία.

Η Αντωνία Καππέ, κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου Δημιουργικής γραφής και διδάσκουσα Λογοτεχνία και Δημιουργική γραφή σε τμήματα ενηλίκων σε προγράμματα που υλοποιεί ο Δήμος Λαρισαίων, προσδιορίζει και καταγράφει στη δική της μελέτη, τις επιρροές της Χλόης Κουτσουμπέλη που προέρχονται από την αρχαιοελληνική μυθική σκέψη, και κυρίως από την διαδικασία της μεταμόρφωσης που ήταν ιδιαίτερα προσφιλής στη αρχαιότητα. Η Καππέ αναδεικνύει έτσι, όλα όσα εξελίσσονται στον ποιητικό κόσμο της Κουτσουμπέλη, με τα αρχέτυπα της ποιήτριας σε περίοπτη θέση και εστιάζοντας κυρίως στη μετάλλαξη της θηλυκής και της αντρικής μορφής. Αναδεικνύει επίσης τους λογοτεχνικούς χαρακτήρες της ποιήτριας, εμπνευσμένους από τον πραγματικό κόσμο ή τον κόσμο του παραμυθιού ή τον κόσμο του ζωικού βασιλείου, τα μυθικά της όντα, και όλα της τα αντικείμενα και τις μεταξύ τους σχέσεις, που παρουσιάζουν, σύμφωνα με την Καππέ, μια τέτοια δυναμική, που εξοβελίζονται από τα ρεαλιστικά και κοσμικά όρια και αγγίζουν την σφαίρα του φανταστικού.

Η Αφροδίτη Διαμαντοπούλου, φιλόλογος, κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου στην Πολιτιστική Διαχείριση και την Επικοινωνία του τμήματος Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και ποιήτρια, και ο Γεώργιος Ορφανίδης, υποψήφιος διδάκτωρ του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο της Τουλούζης, αρχαιολόγος και ιστορικός τέχνης, συνυπογράφουν την δική τους μελέτη για την ποίηση και ποιητική της Χλόης Κουτσουμπέλη, εμπνεόμενοι από την τελευταία της ποιητική συλλογή με τίτλο «Η γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον» (2021). Οι μελετητές καταθέτουν στο κείμενο τους πως η ποιήτρια Κουτσουμπέλη, ανταποκρινόμενη στο κάλεσμα της σύγχρονης κοινωνίας για ανατροφοδότηση της κοινωνικής σκέψης, προσφέρει ένα μοναδικό ποιητικό υλικό προς μελέτη της γυναικείας γραφής. Μιας γραφής, όπου η έμφυλη ταυτότητα σε συνδυασμό με υπερρεαλιστικά στοιχεία και υπό το πρίσμα ψυχαναλυτικών και φεμινιστικών οπτικών, διαμορφώνει όλες εκείνες τις συνθήκες για να χαρακτηρίσουν την ποιήτρια και να την τοποθετήσουν στις ευρέως αναγνωρίσιμες γυναικείες -και δη φεμινιστικές- ποιητικές φωνές της σύγχρονης λογοτεχνικής σκηνής. Η Διαμαντοπούλου και ο Ορφανίδης αποκωδικοποιούν την εν λόγω ποιητική συλλογή, προσεγγίζοντας την γυναικεία μορφή στην ποίηση της Κουτσουμπέλη μέσα από την δήλωση και την συμπαραδήλωση του αρχέτυπου της γυναικείας μορφής και τον εντοπισμό των πολλών διακειμενικών αναφορών και συσχετισμών με εξέχουσες γυναικείες συγγραφικές προσωπικότητες της παγκόσμιας λογοτεχνίας ή/και γυναικείων πρωταγωνιστριών σε εμβληματικά λογοτεχνικά κείμενα.

Η Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη δεν προσεγγίζει την ποίηση και την ποιητική της Χλόης Κουτσουμπέλη μόνο ως ποιήτρια, μεταφράστρια και κριτικός λογοτεχνίας, αλλά την προσεγγίζει και με την ιδιότητα της κλινικής ψυχολόγου και ψυχοθεραπεύτριας, που της δίνει το πλεονέκτημα να μπορεί να αναλύει και να ερμηνεύει με μεγαλύτερη ευχέρεια και ευκολία τον συγκινησιακό κόσμο της ποιήτριας, και συνεπώς να δίνει εκείνες τις προεκτάσεις στην ποιητική της γραφή, που επιτρέπουν να κατανοηθεί το ποιητικό σύμπαν και τα όσα φαντασιώνεται και υποδουλώνει μέσα σε αυτό η ποιήτρια. Στο δοκίμιο της η Καϊτατζή-Χουλιούμη ακολουθεί τα χνάρια των στίχων της Κουτσουμπέλη και ανιχνεύει σε αυτούς τα σκοτεινά μονοπάτια του ασυνείδητου που βρίσκουν διέξοδο μέσα από την τέχνη της ποίησης, αναδεικνύοντας την γυναίκα, τα αρχέτυπα της γυναικείας μορφής και την έμφυλη ταυτότητα εντός της πατριαρχικής κοινωνίας, στοιχεία που χαρακτηρίζουν την γραφή της Κουτσουμπέλη και αποτελούν πλέον σταθερό σημείο αναφοράς στην ποίηση της.

Η Σοφία Πολίτου-Βερβέρη, συγγραφέας και μεταφράστρια, προσεγγίζει την ποίηση και την ποιητική της Χλόης Κουτσουμπέλη κυρίως ως αναγνώστρια και ερασιτεχνικά, όπως τονίζει η ίδια. Στην κριτική της ανάγνωση κινείται κυρίως στα μοτίβα του συμβολισμού αποτυπώνοντας τα μελετημένα μηνύματα που στέλνει η ποιήτρια εντός ενός σκηνοθετημένου σουρεαλιστικού κάδρου με έντονη την δραματοποιημένη ατμόσφαιρα. Στο κείμενο της η Πολίτου- Βερβέρη συναντιέται με την μορφή της γυναίκας της Κουτσουμπέλη και με όλες τις μορφές του αρχέτυπου της, εντός ενός πλαισίου ρομαντικού, τραγικού και απαιτητικού, ωστόσο πάντα υπό την σκιά της ανδροκρατούμενης κοινωνίας, όπου τα πατριαρχικά στερεότυπα αναπαράγονται και εδραιώνονται ακόμη και στην σύγχρονη την εποχή, κατασκευάζοντας έτσι, η ποιήτρια μέσα από τους στίχους της, ένα προσωπικό ποιητικό μανιφέστο υπέρ της χειραφέτησης των γυναικών και της απελευθέρωσης τους από όλα τα δεσμά καταπίεσης.

Ο Κωνσταντίνος Λίχνος, συγγραφέας και δοκιμιογράφος, αντιπρόεδρος του Φιλολογικού Ομίλου Ελλάδας, εστιάζει στην μελέτη του, στην επιδίωξη της Χλόης Κουτσουμπέλη να ωθήσει το αναγνωστικό κοινό, μέσα από την αλληγορική λειτουργία των στίχων της και την αναδόμηση του λόγου, σε θεωρητικό στοχασμό, όπου το ιστορικό και μυθολογικό παρελθόν είναι άχρονο και οι μνημονικές ανακλάσεις από τα βιωμένα γεγονότα του παρελθόντος περιπλεγμένα με στοιχεία του μύθου. Η οξυδέρκεια των στίχων της ποιήτριας και τα συνοδά “ελεγειακά” αισθήματα που προκαλεί, αναταράσσουν το θυμικό του αναγνώστη | της αναγνώστριας και ανακατευθύνουν αντιφατικά τις βιωματικές βεβαιότητες, διασαλεύοντας τις αναγνωστικές συμβάσεις και ισορροπώντας ανάμεσα στο ρεαλιστικό και το υπερρεαλιστικό, το συμβατικό και το πρωτοποριακό, το παρόν και το αναβαπτισμένο παρελθόν. Επίσης ο Λίχνος αναφέρεται διεξοδικά στην έννοια της “γυναικείας γραφής” μέσα από τη υπάρχουσα βιβλιογραφία μελέτης και δοκιμίων, και αναλύει με βάση το θεατρικό σύγγραμμα της Κουτσουμπέλη με τίτλο «Το Ιερό Δοχείο» την διαφορετική εκδοχή της βιβλικής ιστορίας του Νώε και της κιβωτού του, όπως την εμπνεύστηκε και την ξεδίπλωσε η συγγραφέας στο κείμενο της, όπου τα έμφυλα στερεότυπα και τα πατριαρχικά πρότυπα οδήγησαν νομοτελειακά στο Δεύτερο Προπατορικό Αμάρτημα.

Κλείνοντας αυτήν την σύντομη αλλά ουσιαστική, ελπίζω, εισαγωγική περιήγηση στα μελετήματα και τα κριτικά δοκίμια της ποίησης και της ποιητικής της Χλόης Κουτσουμπέλη, που συγκεντρώθηκαν εδώ από τον Φιλολογικό Όμιλο Ελλάδας και συστεγάζονται ευτυχής στον εν λόγω τόμο, θα ήθελα να επισημάνω και να τονίσω την σημαντικότητα της συμβολής που επιτελεί αυτός ο τόμος στην νεοελληνική βιβλιογραφία της λογοτεχνίας. Πολλές είναι οι κριτικές αναγνώσεις για τα βιβλία της Χλόης Κουτσουμπέλη, γραμμένες από σημαντικούς κριτικούς λογοτεχνίας αλλά και από δημιουργικούς αναγνώστες, που όμως βρίσκονται σκόρπια δημοσιευμένες σε πληθώρα έντυπα και ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά, γεγονός που από μόνο του δυσκολεύει την αναζήτηση τους και δυσχεραίνει την απόκτηση μιας πιο σφαιρικής και ολοκληρωμένης παρουσίασης και ανάγνωσης της ποίησης της Κουτσουμπέλη από τους εν δυνάμει ενδιαφερόμενους αναγνώστες και μελετητές. Ο τόμος μελετημάτων όμως που έχουμε στα χέρια μας, λειτουργώντας ως ένας λογοτεχνικός και βιβλιογραφικός οδηγός, ως ένα λογοτεχνικό και βιβλιογραφικό εγχειρίδιο, έρχεται να διευκολύνει την όποια μελέτη και να καλύψει το παραπάνω εκδοτικό κενό όσον αφορά στην ποίηση, αλλά και την ποιητική παρουσία της Χλόης Κουτσουμπέλη στα λογοτεχνικά δρώμενα του τόπου. Αποτελεί ωστόσο ταυτόχρονα και παράλληλα και ένα αυτόνομο και αυτοτελή λογοτεχνικό έργο, που θέτει, συνθέτει και ανασυνθέτει προβληματισμούς για την ποιητική της Κουτσουμπέλη, που λύει και αναλύει τα όποια εμφανή ή συγκαλυμμένα μηνύματα της ποίησης της, που αποκαλύπτει τελικά, αλλά όχι οριστικά το μεγαλείο της ποιητικής της φωνής.

Πρόκειται για ένα απάνθισμα κριτικών δοκιμίων, όπου οι συμμετέχοντες αναπτύσσουν με προσωπικό ύφος και με προσωπική αισθητική της γλώσσας και της έκφρασης, και γνώμονα πάντα τις υποκειμενικές τους αναγνωστικές προσλήψεις, πτυχές και προεκτάσεις της ποίησης της Χλόης Κουτσουμπέλη, προσπαθώντας να προσεγγίσουν τα μικρά και τα μεγάλα ζητήματα της θεματικής της ποιήτριας, προσδίδοντας, μέσα από την υποκειμενική τους αναγνωστική ματιά και τις πολλές και πλούσιες βιβλιογραφικές αναφορές τους, μια επιπλέον αξία στην ποιητική τέχνη και την τεχνική της ποιήτριας. Εστιάζοντας ως επί το πλείστον στην κεντρική ιδέα των ποιημάτων και τον συμβολισμό αυτής, οι προσεγγίσεις και οι κριτικές των συγγραφέων του τόμου, άλλοτε αποκλίνουν και άλλοτε συγκλίνουν στην κριτική θέαση της ποιητικής κοσμοθεωρίας και την θεώρηση των ποιητικών πραγμάτων της Κουτσουμπέλη. Η ποίηση της Κουτσουμπέλη κινείται γύρω από τον κεντρικό άξονα μιας ιδέας, της αρχικής δηλαδή έμπνευσης της, εμφορούμενη από τρανά ζητήματα της λογοτεχνίας, όπως η επίδραση των κλασσικών λογοτεχνικών κειμένων μέσα από την προβολή και αναπαραγωγή αρχετύπων, όπως η επιρροή που ασκούν οι λογοτεχνικές περσόνες και οι λογοτεχνικοί χαρακτήρες στην διατύπωση και την αναδιατύπωση, στην δόμηση και αποδόμηση, στην απόρριψη και κατάρριψη στερεοτύπων, όπως όμως και η επίδραση της λογοτεχνικής γλώσσας σε θέματα φύλου και ταυτότητας, που την ποιήτρια μας, την απασχολούν ιδιαιτέρως.

Η ποιήτρια Κουτσουμπέλη μετουσιώνει σε λέξεις και στίχους τα θέματα της, δημιουργώντας έτσι αυτόν τον υπέροχα φαντασιακό και υπερρεαλιστικό κόσμο στην ποίηση της. Προσφέρει δηλαδή ένα “σώμα ενδεδυμένο”· ενδεδυμένο με συμβολισμούς και αλληγορίες, με μεταποιήσεις και μεταμορφώσεις, ενδεδυμένο με γλαφυρότητα και πλούσια εκφραστικά μέσα, αλλά και με χιούμορ και με ειρωνεία και με αυτοσαρκασμό. Το σώμα αυτό το παρέλαβαν οι συμμετέχοντες μελετητές, και με περίσσια αφοσίωση και φροντίδα, άρχισαν να αφαιρούν τα ενδύματα, για να εμφανιστεί ένα “σώμα γυμνό”, αλλά όχι απογυμνωμένο, για να αποκαλυφθεί εκείνο το σώμα που περιήλθε και πάλι στην πρωταρχική του μορφή, που περιήλθε και πάλι στην φυσική του διάσταση. Για να αποκαλυφθεί το σώμα εκείνο που δεν χρειάζεται μαγικούς μανδύες και φύλλα συκής, που δεν εξαρτάται από μαγικά φίλτρα, παραμυθένια πασουμάκια και ιπτάμενα χαλιά. Καθώς είμαι πεπεισμένη πως μονάχα ένα «Σώμα γυμνό» μπορεί να αναδείξει το μεγαλείο της φύσης του και την ομορφιά της ύπαρξης του, και εν προκειμένου το μεγαλείο της ποίησης και την ομορφιά της ποιητικής της Χλόης Κουτσουμπέλη.

Στο Ξάφνιασμα της Ομορφιάς

Ω Τσαρλς,
απλώνεις το χέρι και πιάνεσαι από μια λέξη
κάθεσαι στον ήλιο, μιλάς μιλάς καπνίζεις και πίνεις και αναρωτιέσαι:
μια λέξη που να μην ειπώθηκε;
και διαβάζεις και ξαναδιαβάζεις και σημειώνεις και τσαλακώνεις
μια σελίδα για να θυμηθείς μετά από χρόνια
ότι εδώ κάτι ήθελες
να θυμηθείς αλλά τώρα;
πια δεν θυμάσαι και αναρωτιέσαι:
μια λέξη που να μην ειπώθηκε;
διαβάζεις δυνατά τη λέξη, εκείνη που δεν ειπώθηκε, και την βάζεις πίσω
από την άλλη και την άλλη, και την άλλη που επίσης δεν ειπώθηκε· εις βάθος
μελετάς την κάθε μία λέξη στο εξώφυλλο
στο ψυγείο
στο μπουκάλι
στο ποίημα
στο ποίημα;
ποίημα;
και μελετάς τη λέξη στο βάθος, τη λέξη στο εξώφυλλο και στο ψυγείο, τη λέξη στο μπουκάλι, στο μπουκάλι στο χέρι, στο χέρι του Τσαρλς
και αναρωτιέσαι: ποια λέξη δεν ειπώθηκε;
και το μυαλό αρχίζει
να θολώνει και η σκέψη
αρχίζει να ξεμακραίνει και ο Τσαρλς
να επιμένει
να κρατά το μπουκάλι με τη λέξη·
και η λέξη να παραμένει άφαντη
και το ποίημα να παραμένει άφαντο
και ο Τσάρλς κι εγώ άφαντοι
και η λέξη, η λέξη αυτή που δεν ειπώθηκε και αυτή! και η λέξη! και η λέξη αυτή που δεν ειπώθηκε κι αυτή παραμένει άφαντη!
και να!
εκεί απάνω σε βρίσκει η ποίηση

The battle of words | Η πάλη των λέξεων

Με αφορμή την Poetry Expo 23, ο οργανισμός του Versopolis –ό,τι πιο οργανωμένο στην ποίηση έχει να επιδείξει τα τελευταία χρόνια η Ευρώπη– μας απηύθυνε κάλεσμα για να συμμετάσχουμε ως ένας κατεξοχήν εκδοτικός οίκος της ποίησης στην Ελλάδα. Έχοντας εκδώσει περισσότερες από 200 συλλογές Ελλήνων/Ελληνίδων ποιητών/ποιητριών και κοντά στις 150 συλλογές μεταφρασμένης ποίησης απ’ όλο τον κόσμο, από το 2012, ο πλούτος της backlist του εκδοτικού οίκου είναι μεγάλος και οι καλοί στίχοι εκατοντάδες – αν όχι χιλιάδες.

Σε συνεργασία με την ομάδα της Expo, διαμορφώσαμε το project «Η πάλη των λέξεων/The battle of words», με μια μικρή και στοχευμένη συλλογή ποιημάτων για τον πόλεμο, την κοινωνική αδικία, την ενδοοικογενειακή βία, την έμφυλη βία, την αστυνομική βία… την κάθε μορφή βίας, αλλά και τον ρατσισμό, την εξορία, τη διαφθορά στην πολιτική, την αδιαφορία της πολιτικής, την πείνα, την προσφυγιά, τους αγώνες για ένα καλύτερο μέλλον. Εντοπίσαμε ποιήματα 24 ποιητών και ποιητριών μας με κοινωνική ματιά, με κοινωνική κριτική, με κοινωνική καταγγελία.

Διαβάστε την ανθολογία εδώ

Να ευχαριστήσουμε τον Γιάννη Μακρόπουλο και την Αγγελική Δημοπούλου – χωρίς τον επαγγελματισμό τους δεν θα είχε πραγματοποιηθεί η ανθολογία. Τη Δήμητρα Χροναράκη για την άψογη συνεργασία στη μετάφραση των ποιημάτων. Τον Aleš Šteger και τον Aljaž Koprivnikar, τον ιθύνοντα νου του Versopolis και τον συντονιστή της Poetry Expo 23, που μας πρότειναν/παρότρυναν να φτιάξουμε αυτό το project – οι οποίοι είναι επίσης ποιητές μας.

Εκδόσεις Βακχικόν

diPgeneration | “Requiem για ένα χρυσόψαρο” του Jörg Fauser

REQUIEM ΓΙΑ ΕΝΑ ΧΡΥΣΟΨΑΡΟ

Το ξυπνητήρι χτύπησε ακριβώς στις οχτώ, τη στιγμή που ο Καρλ παρακολουθούσε τη βασίλισσα της Σάμπα, στο μπαρ Spitfire, στην Αλεξάνδρεια. Η βασίλισσα της Σάμπα είχε χρυσαφένια μαλλιά και πράσινα μάτια και αλυσίδες με πέρλες στους καρπούς των χεριών και των ποδιών, και χόρευε με παράξενους παρτενέρ, με φίδια, πουλιά και ψάρια, και ο άντρας δίπλα στον Καρλ –που είχε μια κάποια ομοιότητα με τον ίδιο τον Καρλ– είπε, «τρέλα! Όλες τους κουβαλούν, δυστυχώς, μια τρέλα», και όταν ο Καρλ θέλησε να του ορμήσει στο λαρύγγι, εκείνος είπε χαμογελώντας, «λυπάμαι, το τμήμα μισθοδοσίας ακύρωσε κάθε άλλη ταξιδιωτική δαπάνη», και τότε ήταν που ο Καρλ ψηλαφώντας αναζήτησε το ξυπνητήρι που χτύπαγε, και έχυσε το μπουκάλι με το κρασί δίπλα στο κρεβάτι, και έπειτα έπαψε το ξυπνητήρι να χτυπά.

Για ένα λεπτό όλα ήταν ήσυχα, και ο Καρλ ξαπλωμένος και ακίνητος προσπαθούσε να θυμηθεί τη βασίλισσα της Σάμπα, και έπειτα κάτω στη στάση κροτάλισε το τραμ και σταμάτησε και έπειτα συνέχισε να κροταλίζει, και ο Καρλ είδε μια δεσμίδα φωτός στο σημείο όπου η κουρτίνα δεν κάλυπτε εντελώς τον τοίχο, και έπειτα μύρισε το κρασί, και το όνειρο χάθηκε, και έφερε το μπουκάλι στο στόμα και άρχισε να πίνει.

Φυσικά, ήταν άλλη μια φορά αργοπορημένος. Στους διαδρόμους του ΟΑΕΔ γινόταν στις δέκα μεγάλος χαμός, όπως παντού άλλωστε. Σκέφτηκε για λίγο αν θα έπρεπε να δοκιμάσει την τύχη του στις θέσεις εργασίας ως καθαριστής ψησταριών ή βοηθός λαντζιέρη, αλλά θυμήθηκε το περιστατικό προ δεκατεσσάρων ημερών, όταν, κατά την προσπάθεια του να δώσει φωτιά στην προϊσταμένη, τής μετακίνησε την περούκα από το κεφάλι. «Τι να γίνει», είπε ο Καρλ, «αυτηνής θα της έρθει κόλπος, και θα φωνάξει τους μπάτσους».

Η προϊσταμένη ήταν καραφλή κάτω από την περούκα.

Ο Καρλ προτίμησε να πάει στο Τμήμα της Εποχικής Απασχόλησης. Περίμενε ώσπου να τελειώσουν ένας Τούρκος, που κανονικά ήθελε να πάει στον Κλάδο Μεταλλουργίας, και ένας πιτσιρικάς που βρισκόταν υπό το καθεστώς της απαγόρευσης εργασίας λόγω ηλικίας, και έπειτα προχώρησε μέσα.

Τα γνώριζε καλά τα δύο κορίτσια που μοίραζαν τις δουλειές. Πάραυτα καμωνόταν πως ερχόταν πρώτη φορά. Το να προσποιείται τον άγνωστο τού ήταν πιο εύκολο από το να προφασίζεται μια κάποια οικειότητα, που ναι μεν θα ανταποκρινόταν σε κάποια εξωτερική πραγματικότητα αλλά καθόλου στη ζητούμενη εσωτερική. Εδώ που τα λέμε και τα κορίτσια κάνανε σαν να μην τον είχαν ξαναδεί. Ίσως, και πράγματι, να μην τον είχαν ξαναδεί.

Στράφηκε, όπως πάντα, σ’ αυτήν που καθόταν πιο κοντά στην πόρτα – είχε φτιαχτές μπουκλίτσες και ένα χλωμό ηλίθιο πρόσωπο – και ξεφούρνισε τα ίδια λόγια, όπως πάντα: «Ψάχνω κάτι, για μερικές εβδομάδες, αλλά θα πρέπει να είναι κάτι απλό… και όσο το δυνατόν πιο κοντά εκεί που μένω… κατά προτίμηση απογευματινό, έτσι δεν θα με νοιάζει και τόσο… ε, να, ξέρετε τι εννοώ…»

Το κορίτσι ούτε που τον κοίταξε, ενώ ρωτούσε τη συνάδελφο της: «Δεν ήταν κάτι με βάφλες;»

Η συνάδελφος άφησε τη λίμα για τα νύχια και τής πέρασε, περισσότερο αδιάφορα παρά χαλαρά, ένα καρτελάκι πάνω από το γραφείο. Το κεφαλάκι με τις μπούκλες διάβασε δυνατά: «Ζητείται πωλητής βάφλας από τον Φούρνο Φίσινγκερ, στο Όφενμπαχ, για έναν πάγκο μπροστά από το πολυκατάστημα στην οδό Στούτγκαρτερ. Ωράριο από τις οχτώ ως τις έξι, δυο ώρες μεσημεριανό διάλειμμα, έξι και πενήντα η ώρα. Για δυο εβδομάδες. Το θέτε;»

«Ναι, δεν ξέρω… δεν έχει τίποτε άλλο;»

«Μπα! Είναι το μόνο που ήρθε αυτή την εβδομάδα. Το θέτε;»

Ο Καρλ άρχισε να λογαριάζει. Ήταν ταπί. Του είχαν μείνει μόνο είκοσι μάρκα και χρωστούσε δυο νοίκια.

«Εντάξει, θα πάω».

Η κοπέλα συμπλήρωσε το καρτελάκι και του το έδωσε, και πάλι δίχως να τον κοιτάξει. Δίπλα στην καρτελοθήκη ήταν ανοιγμένο ένα γυναικείο περιοδικό και ένα πράσινο μάλλινο κουβάρι. Η άλλη λιμάριζε το νύχι του δεξιού της αντίχειρα.

Του Καρλ τού ανέβηκε μια γουλιά κόκκινο κρασί, και έφυγε γρήγορα.

 

Πριν από την έξοδο βρισκόταν το τμήμα για τις επιχειρήσεις σεκιούριτι, ασφάλειας, προστασίας και εστίασης. Δεν έβλαπτε να ρίξει κι εκεί μια ματιά, σκέφτηκε ο Καρλ. Η νυχτερινή απασχόληση συνέφερε ούτως ή άλλως.

Μπροστά του στέκονταν δύο ηλικιωμένοι με παλτά που πρέπει να προέρχονταν από τη βοήθεια στήριξης για τον χειμώνα. Ο ένας τραύλιζε χαμηλόφωνα έναν μονόλογο. Ο άλλος διάβαζε ως μύωπας μια βρώμικη αλλά επιμελώς διπλωμένη εφημερίδα. Ο Καρλ διέκρινε ότι διάβαζε τις αγγελίες για μασάζ. Ανοιγόκλεινε και τα χείλη του ταυτόχρονα. Κάθε τόσο στρεφόταν, μ’ ένα δυσαρεστημένο, σχεδόν γεμάτο με μίσος, βλέμμα, προς τον άλλον, που στεκόταν πίσω του και συνέχιζε τον μονόλογό του. Ο Καρλ άκουγε με προσοχή.

«…Μάργκοτ, της είπα, δεν κάνει να σκουπίζεις έτσι απλά τις κάμπιες από το χαλί, γιατί θα πηδήξουν στο πουρί της σόμπας, και δεν θα μπορούμε να θερμάνουμε, και έπειτα θα θυμώσει ο αρχίατρος, και το πόδι μου θα είναι πάλι στο Στάλινγκρατ, και φυσικά δεν θα το πιστέψει ότι οι κάμπιες βγαίνουν από το πόδι και ότι τα φασματώδη[1] βουίζουν μέσα από τον τοίχο μόλις σβήσει το φως, γιατί η Μάργκοτ θέλει να κάνει οικονομία στο ρεύμα, και το χαρτί της απόλυσης ανεμίζει μέσα από την κουζίνα υγραερίου, και έπειτα τα νερόφιδα στις παντόφλες, Μάργκοτ, και ο στρατιωτικός γιατρός μού πιέζει ένα νερόφιδο μέσα στην παλάμη και λέει, προσέξτε μην σας πετύχει κάνα θραύσμα στο λαιμό, ωχ Θεέ, κύριε δημοτικέ σύμβουλε, απάντησα εγώ, ας μην μου κατατρώγαν οι κάμπιες συνεχώς το σκέπασμα του κρεβατιού, που τα λεφτά δεν φτάνουν για τίποτα…»

Αμάν, αυτοί περιμένουν κάτι εντελώς διαφορετικό, μονολόγησε ξαφνικά ο Καρλ, άναψε ένα τσιγάρο και προσπερνώντας τους δυο ηλικιωμένους μπήκε στο γραφείο.

 

Μέσα, καθισμένος ένας μεγαλόσωμος με ένα καρό κουστούμι, ξεφύσαγε τον καπνό ενός πούρου.

«Είναι οι παλαβοί ακόμη έξω; Μα, καθίστε!»

Ο Καρλ κάθεται. «Όχι, έξω δεν είναι κανένας παλαβός», απάντησε.

«Αλήθεια;» Ο μεγαλόσωμος έτριψε τη μύτη του. «Νωρίς όμως εγκατέλειψαν σήμερα… ή ο Κόβαλεκ τους τακτοποίησε επιτέλους στην πόλη». Τίναξε τη στάχτη στο πάτωμα. «Και εσείς τι θέλετε; Μήπως επίδομα ανεργίας; Μονάχα μη σας περάσει από τον νου…»

«Μπα», βιάστηκε να αρνηθεί ο Καρλ, «ψάχνω για μια κανονική δουλειά».

Ο μεγαλόσωμος έδειχνε απογοητευμένος.

«Δουλειά; Ρε άνθρωπε, δουλειά ψάχνει ο καθένας. Δεν μπορείτε να σκεφτείτε κάτι πιο πρωτότυπο;»

Ο Καρλ άρχισε να ιδρώνει. Γιατί πάντα να πέφτει σε σαδιστές. Κατάπιε ένα ρέψιμο.

«Μια άλλη φορά, αφεντικό, τώρα έχω στερέψει από ιδέες, χρειάζομαι πραγματικά μια δουλειά, κάτι τελείως νορμάλ, σεκιουριτάς σε επιχείρηση, πορτιέρης, πορτιέρης νύχτας, το έχω κάνει συχνά…»

Ο μεγαλόσωμος έκανε μια κίνηση αποδοκιμασίας, «δεν μπορείτε να με εντυπωσιάσετε, νεαρέ, όχι με το δικό σας παρουσιαστικό… κοιταχτήκατε σήμερα στον καθρέφτη; Σαν τριών ημερών χαλβάς είστε, σας το δηλώνω, έτσι, δουλειά από μένα δεν έχει!»

Έσβησε το πούρο του. Ο Καρλ έσβησε το τσιγάρο του. Γιατί να μην είμαι με μια κούκλα μελαχρινή ξάπλα σε μια αμμουδιά της Ταϊτής, να πίνω ρούμι με πάγο και να γράφω αθάνατα ποιήματα στην άμμο; Εντάξει, σκέφτηκε, αυτό μπορεί να το σκεφτεί ο καθένας. Στην πραγματικότητα πρόκειται για κάτι τελείως διαφορετικό.

«Να σας πω», έσκυψε προς τα μπρος και φύσηξε δαχτυλίδια καπνού προς το μέρος του μεγαλόσωμου, «αν θέλετε να πουλάτε τρέλα, είναι δική σας υπόθεση, αλλά όσο εδώ γυαλίζετε τον κώλο σας με έξοδα των φορολογούμενων, θα μου βρείτε δουλειά! Καπίτο;»

Ο μεγαλόσωμος γούρλωσε τα μάτια, χαχάνισε υπόκωφα και άνοιξε τις καρτέλες του. Όταν ο Καρλ βγήκε ύστερα από δέκα λεπτά, οι δυο γέροι είχαν εξαφανιστεί, μονάχα ο Τούρκος, που ήθελε να μπει στη μεταλλοβιομηχανία, στεκόταν ελπίζοντας, μπροστά από την πόρτα, και περίμενε το μούγκρισμα από τις τουρμπίνες, τον βρυχηθμό από τις υψικάμινους και το ταξί για την Άγκυρα.

 

Το απόγευμα, ο Καρλ στεκόταν όρθιος στην μπάρα. Έπινε ένα Snaps[2] για το κρύο, και ο μοναδικός θαμώνας, εκτός από τον ίδιο, ένας συνταξιούχος, έριχνε κι άλλο κέρμα στον κουλοχέρη κοντά στον τοίχο και τράβαγε και περίμενε και τράβαγε και έχανε και πάλι.

«Απάτη», είπε στον Καρλ χύνοντας μπύρα πάνω στην μπάρα, «το σύστημα βασίζεται στην απάτη. Ήρθα με άδεια χέρια από την Ανατολική Γερμανία, εγώ το ξέρω: το σύστημα βασίζεται στην απάτη». Φώναξε του μπάρμαν, «δώσε μου ακόμη μερικά μάρκα, και σέρβιρε του Καρλ άλλο ένα Snaps, μοιάζει με τους Kickers Offenbach[3] στην κατρακύλα!»

Πίναν. Ο συνταξιούχος πέταγε τα χρήματα του στο μηχάνημα.

«Πρέπει κι εσύ να τινάζεις κάθε νύχτα τις κάμπιες από το μαξιλάρι;», ρώτησε ο Καρλ, «ή τυλίγονται κατευθείαν τα νερόφιδα στον λαιμό σου;»

Ο συνταξιούχος άφησε τον κουλοχέρη, έκλεισε τα μάτια, τα μισάνοιξε, λοξοκοίταξε τον Καρλ και χαμογέλασε. Έπειτα ένευσε στον Καρλ να πλησιάσει και τράβηξε το κεφάλι του να ακουμπήσει στον ώμο του. Ο Καρλ ένιωσε το τρέμουλο. Έτρεμαν και οι δύο τους, και για μισό λεπτό ήταν εκεί σαν έξω από τον χώρο, κεφάλι στον ώμο, φόβο στον φόβο, και έπειτα είπε ο συνταξιούχος, «μεταξύ μας ως θαλασσόλυκοι, εγώ σαν ανοίξω τα μάτια βλέπω πια μόνο μικρά ανδράκια».

«Και σαν τα κλείσεις;»

«Την πατρίδα, παλικάρι», είπε ο συνταξιούχος με έναν μικρό αναστεναγμό.

«Και πώς είναι αυτή;»

Ο συνταξιούχος τον έσπρωξε μακριά και έπιασε το ποτήρι του με την μπύρα.

«Τι ξέρεις εσύ απ’ αυτά;», είπε και έχυσε ακόμη περισσότερη μπύρα.

Ο Καρλ ανασήκωσε τους ώμους και ήπιε το Snaps του. Έπειτα άνοιξε η πόρτα, και με ένα ρεύμα ψύχους και λίγες σταγόνες βροχής μπήκε στο μπαρ η βασίλισσα της Σάμπα.

 

Η βασίλισσα της Σάμπα ήταν μια εξόριστη βασίλισσα, πράγμα που το έβλεπε ο καθένας αν την παρατηρούσε. Το μαύρο μακρύ της παλτό ήταν ξεφτισμένο και γεμάτο λεκέδες. Από κάτω, το πράσινο φουστάνι σκισμένο στα μανίκια, και η ίδια τα είχε κάπως φάει τα ψωμιά της. Ωστόσο, τα πόδια της μέσα στις μεταξωτές κάλτσες εξακολουθούσαν να είναι λιγνά και καυτά, το ξανθό της μαλλί, παρότι βαμμένο, έπεφτε σε φυσικούς κυματισμούς πάνω στους λευκούς της ώμους, και το πρόσωπο της, αν και στιγματισμένο από την εξορία, που διαρκούσε πιότερο και από μια νεότητα, εξακολουθούσε να είναι όμορφο, ακόμη και τώρα που έπεφτε πάνω του η σκιά μιας μέτριας μέθης. Απ’ τα σκουροπράσινα μάτια της κρέμονταν δάκρυα. Τοποθέτησε ένα μικρό δοχείο πάνω στην μπάρα και δίπλα ένα ασημί αστραφτερό τσαντάκι. Ο Καρλ έκατσε κοντά της.

Εκείνη τον κοίταξε, χαμογέλασε και τον ρώτησε, «πώς σε λένε, καλέ;»

«Johnny Tristano», απάντησε ο Καρλ, «κι εσένα;»

«Lola Love», είπε η βασίλισσα της Σάμπα.

 

Ύστερα από τρία Leonardo Cohen και τέσσερα βερμούτ, ο Καρλ δεν μπορούσε πια να συγκρατηθεί.

«Τι είναι λοιπόν εκεί, μέσα σ’ αυτό το πράμα;» ρώτησε, δείχνοντας με το άδειο του ποτήρι το δοχείο, που εξωτερικά ήταν ντυμένο κατ’ αυτόν τον τρόπο με βελούδο ώστε να μην φαίνεται τι περιείχε.

«Σσσσ», έκανε η Lola, «δεν το αντέχει να μιλάνε για εκείνον με αυτόν τον τρόπο.» Η Lola χάιδεψε απαλά τα μαλλιά του Καρλ.

«Ποιος δεν αντέχει τι; Είναι κάποιος εκεί μέσα;»

Η Lola άδειασε το ποτήρι της, έκανε μια γκριμάτσα και καμωνόταν πως έκλαιγε. «Όλοι σας είστε ίδιοι, όλοι ίδιοι, καχύποπτοι, ανάγωγοι, άδικοι, δεν μπορείτε να καταλάβετε κανένα όνειρο και πρέπει να σκάβετε με τα μηχανήματα στις ψυχές… Άντρες!» Σκούπισε τα μάτια της και αγκάλιασε και με τα δυο της χέρια το δοχείο.

«Lola», είπε ο Καρλ και έσπρωξε προς τον μπάρμαν τα ποτήρια, «δεν το εννοούσα έτσι. Απλώς ήμουν περίεργος, δεν τρέχει κάτι».

«Ζηλεύεις, παραδέξου το!»

Πίσω τους κουδούνιζε ο κουλοχέρης με τα μάρκα, και ο συνταξιούχος θριαμβολογούσε, «δεν το ‘λεγα εγώ; Σύστημα, όλα είναι σύστημα, όποιος δεν το καταλαβαίνει, αποβιβάζεται, και καλά να πάθει!»

«Ας πάμε κάπου αλλού», ψιθύρισε η  Lola στο αυτί του Καρλ, «αν μου υποσχεθείς πως δεν θα ζηλεύεις».

«Μα ποιον πρέπει να ζηλεύω;»

«Υποσχέσου μου!»

Το πρόσωπο της τρίφτηκε στο δικό του, τη μύρισε. Ο διάβολος ξέρει, σκέφτηκε ο Καρλ, κάτι μου χρωστά η ζωή.

«Εντάξει», της είπε μέσα στα μαλλιά της, «το υπόσχομαι».

Όταν βγήκαν έξω έβρεχε ακόμη, και ο αέρας έριχνε ριπές στα πρόσωπα τους, αλλά του Καρλ τού έμοιαζε σαν να κατευθυνόταν προς τον ήλιο της Ταϊτής.

«Μου αρέσεις στ’ αλήθεια», είπε η βασίλισσα της Σάμπα, και κούρνιασε κοντά του. «Νομίζω πως σε έχω ερωτευτεί».

Ο Καρλ προσπάθησε να την αγκαλιάσει, ακούμπησε όμως με το χέρι στο δοχείο, που εκείνη είχε πιεσμένο στα στήθη της. Δείλιασε κάπως.

«Τρελά», είπε, «σε γουστάρω τρελά!»

«Σπίτι μου όμως δεν μπορούμε να πάμε», είπε η  Lola, «δεν έχω καν σπίτι».

Τι πειράζει, σκέφτηκε ο Καρλ, κατανοητό. Πώς θα μπορούσε η βασίλισσα της Σάμπα να έχει ένα ηλίθιο σπίτι, δυο δωμάτια, κουζίνα με καθιστικό, μπαλκόνι στο καυσαέριο – αυτή, μια εξόριστη βασίλισσα;

«Λογικό», αποκρίθηκε, «θα πάμε στο δικό μου. Βέβαια, είναι κάπως βρώμικο, και με το νοίκι δεν είμαι και πολύ εντάξει, αλλά ο σπιτονοικοκύρης δεν νομίζω να έρθει σήμερα, και εκτός αυτού, τι μας νοιάζει; Της αγάπης τής αρέσει εκεί, όπου βρίσκεται».

Το ταξί έκανε μια απότομη αναστροφή, και εκείνος ένιωσε τη Lola πολύ κοντά του.

«Αλήθεια;» ψιθύρισε χαμηλόφωνα. «Το λες σοβαρά;»

«Lola Love», είπε ο Καρλ προσπαθώντας να βρει τον αφαλό της, αλλά ακούμπησε και πάλι το δοχείο, «το εννοώ».

«Johnny Tristano», είπε η βασίλισσα της Σάμπα σε επίσημο τόνο, «θα σου αποκαλύψω το μυστικό μου, θα σ’ αγαπώ».

 

Ο Καρλ παραμέρισε τα πολλά σκουπίδια, απομάκρυνε τα άδεια μπουκάλια, τίναξε τα κλινοσκεπάσματα, έπλυνε δυο ποτήρια και άνοιξε το τελευταίο μπουκάλι ουίσκι.

«Υπέροχα», είπε, και έβαλε μερικά παγάκια στα ποτήρια, «τότε λοιπόν ξεκίνα!»

Η Lola Love καθισμένη στην μπερζέρα, απ’ όπου έχασκε η γέμιση κοκοφοίνικα,  ονειροπολώντας κάπνιζε το τσιγάρο της. Το πράγμα, ντυμένο με βελούδο, το είχε τοποθετήσει πάνω στο τραπέζι. Τα μάτια της, αυτά τα πράσινα μάτια της που ωθούσαν τον Καρλ στην τρέλα, ήταν κλειστά.

«Ξέρω τι περιμένεις», είπε.

«Στην υγειά μας», απάντησε ο Καρλ, και έσπρωξε προς το μέρος της το ένα ποτήρι, «ας πιούμε ακόμη ένα για το κρύο, το καλοριφεράκι μου βρίσκεται δυστυχώς στο ενεχυροδανειστήριο».

Εκείνη άνοιξε τα μάτια της. Τα μάτια κολυμπούσαν σε πράσινα δάκρυα.

«Εφόσον δεν μπορείς να περιμένεις, θα πρέπει να σου το δείξω τώρα λοιπόν», απάντησε εκείνη κλαίγοντας πνιχτά.

Γαμώ το, σκέφτηκε ο Καρλ, δεν υπάρχει γυναίκα χωρίς τρέλα. Ονειρεύεσαι τη βασίλισσα της Σάμπα, τη συναντάς, την καταφέρνεις να σε ακολουθήσει σπίτι, και τι κουβάλα; Τρέλα.

Στη συνέχεια, παρακολουθώντας τη Lola να βγάζει το βελούδο από το δοχείο, διαπίστωσε πως επρόκειτο για ένα μικρό τετράγωνο ενυδρείο, γεμάτο νερό και λίγη άμμο και πρασινάδα, όπου καταμεσής βρισκόταν ένα παχουλό χρυσόψαρο.

Ο Καρλ άρχισε να χαχανίζει.

«Κι εγώ που νόμιζα ότι είχες έναν μανδραγόρα εκεί μέσα!»

Άπλωσε το χέρι στο ποτήρι του και κατέβασε το ουίσκι, το ξαναγέμισε και συνέχιζε να γελά, να ξεκαρδίζεται. Τότε πρόσεξε το πρόσωπό της και σταμάτησε απότομα να γελά. Ακολούθησε το βλέμμα της. Το χρυσόψαρο γούρλωσε το ένα μάτι. Επρόκειτο για ένα σχετικά μεγάλο μάτι, μεγάλο για χρυσόψαρο, και το μάτι ήταν καρφωμένο στον Καρλ, και ο Καρλ αναγνώρισε, στο θολό λευκό που λαμπύριζε, παγερό το μίσος, μέσα στο μάτι, και τρόμαξε κάπως, και θυμήθηκε τις κάμπιες και τα νερόφιδα από σήμερα το πρωί, και αναρωτήθηκε αν υπήρχε κάποια σχέση – όνειρο; ντελίριο; σχιζοφρένεια;

«Το καταλαβαίνει ότι τον ζηλεύεις», είπε η Lola χαμογελώντας, και φύσηξε στο γυαλί, και ο Καρλ έβλεπε πως το χρυσόψαρο έτρεμε και κούναγε πιο δυνατά τα βράγχια του και πως ανακάτεψε το νερό με την κοντόχοντρη ουρά του.

Το επόμενο και όλα τα επόμενα ποτά τα κατέβασε ο Καρλ δίχως πάγο, μισός ακουμπισμένος στο κρεβάτι, μισός ξάπλα έβλεπε τη βασίλισσα της Σάμπα να χορεύει μέσα στην παράγκα του, τη μια ντυμένη, την άλλη γυμνή, στον ρυθμό μιας μουσικής που δεν άκουγε με τα αυτιά αλλά με τα νεύρα, και έβλεπε το χρυσόψαρο να παρακολουθεί μέσα από τη γυάλα του τη βασίλισσα και, εν τέλει, να φαίνεται να αναπνέει στον ίδιο ρυθμό με εκείνη, να τρέμει, να γλιστρά, να χορεύει, και έπειτα να στέκεται η Lola εμπρός του, και δάκρυα να χύνονται από τα πράσινά της μάτια σαν ρευστό χρυσάφι, και να λέει: «Ονειρεύεσαι, Johnny Tristano, επιτέλους ονειρεύεσαι!», και άκουσε τον εαυτό του να απαντά: «Έλα, βασίλισσα της Σάμπα, έλα!», και ώρα πολύ αργότερα ξύπνησε και τρίκλισε από το κρεβάτι για να πιεί ένα ποτήρι νερό, και είδε νερό, και στο νερό κολύμπαγε ανάσκελα ένα χρυσόψαρο, και βούτηξε στο νερό ένα δάχτυλο και ακούμπησε το χρυσόψαρο, και το χρυσόψαρο ήταν νεκρό, και έπειτα το έβγαλε έξω και το πέταξε στη σακούλα με τα σκουπίδια και αντί για νερό ήπιε το υπόλοιπο ουίσκι, και έπειτα την έπεσε και πάλι στο κρεβάτι δίπλα στη βασίλισσα της Σάμπα.

Η βασίλισσα κοιμόταν και, όταν παρατήρησε το πρόσωπο της στο φως του φωτιστικού δαπέδου, διέκρινε το ηττημένο πρόσωπο μιας ηλικιωμένης γυναίκας με άσπρα μαλλιά και σακούλες κάτω από τα μάτια. Σύρθηκε κοντά της, και εκείνη κάτι είπε, και εκείνος σύρθηκε ακόμη πιο κοντά της, και την άκουσε να ψιθυρίζει: «Μη ζηλεύεις… ποτέ ξανά δεν κάνει να ζηλέψεις. Και τώρα είναι πολύ αργά». Την κοίταζε για κάμποση ώρα, και έπειτα έσβησε το φως και λίγα δευτερόλεπτα ήταν ξαπλωμένος εκεί, και δεν έβλεπε τίποτα, και έπειτα απομακρύνθηκε με μια βουτιά, αλλά και τότε δεν έβλεπε τίποτα, δεν ένιωθε τίποτα, δεν ονειρευόταν τίποτα.

Όταν την άλλη μέρα ο Καρλ ξύπνησε, ήταν μόνος.

Ήπιε ένα ποτήρι νερό από τη βρύση, ντύθηκε αργά και προσπάθησε να νιώσει ένα οποιοδήποτε συναίσθημα, να νιώσει οτιδήποτε, ωστόσο δεν ένιωθε τίποτα. Ήπιε κι άλλο νερό και κατάπιε δυο ασπιρίνες και ξανακοίταξε γύρω, αλλά δεν είδε τίποτα που να άξιζε τον κόπο να ιδωθεί, και το χρυσόψαρο στη σακούλα σκουπιδιών είχε επίσης εξαφανιστεί. Στη στάση του ηλεκτρικού και ενώ έψαχνε για ένα μάρκο, βρήκε τις δυο κάρτες του ΟΑΕΔ: «Πωλητής για βάφλες» και «Βοηθός πορτιέρη για ανεπιθύμητα πρόσωπα στο Lido-μπαρ. Δεν ακούγεται και άσχημο Lido-μπαρ, σκέφτηκε, άσχημο όμως για τα άλλα πρόσωπα. Με άλλα πρόσωπα δεν ήθελε σήμερα καμία επαφή. Οι βάφλες ήταν απρόσωπες.

Δύο ώρες αργότερα βρισκόταν στον πάγκο του, και ο άντρας από τον φούρνο ξετύλιγε τις βάφλες και του εξηγούσε τι έπρεπε να κάνει. Πούλαγε βάφλες.

Όταν στο μεσημεριανό του διάλειμμα κατευθυνόταν προς το κοντινότερο σνακ-μπαρ, πέρασε μπροστά από ένα κατάστημα με κατοικίδια. Μπήκε μέσα. Μια πωλήτρια με περμανάντ τον πλησίασε.

«Πως μπορώ να βοηθήσω;»

«Ψάχνω για ένα χρυσόψαρο», απάντησε ο Καρλ.

Εκείνη του έδειξε τα χρυσόψαρα.

«Θέλετε κάποιο συγκεκριμένο είδος; Υπάρχουν…»

«Θα κοιτάξω μόνος μου», αποκρίθηκε ο Καρλ. Περιεργάστηκε όλα τα χρυσόψαρα. Εκείνα κινούνταν στα ενυδρεία τους βαριεστημένα. Τότε συνειδητοποίησε ότι σκεφτόταν τη βασίλισσα της Σάμπα και ότι ανακατευόταν από τον δυνατό τον πόνο. Η πωλήτρια τον κοίταξε καχύποπτα.

«Νομίζω πως θα μείνω στις κάμπιες», είπε ο Καρλ και έφυγε.

 

 

 

[1] Τα Φασματώδη ή φασμίδια (Phasmatodea ή Phasmida) αποτελούν μια τάξη εντόμων. Τα είδη των φασματωδών μοιάζουν με κομμάτι ξύλου ή με φύλλα. Ανάλογα λέγονται «κλαράκι», «περιφερόμενο φύλλο» ή παρόμοια.

[2] To schnaps είναι ένας τύπος αλκοολούχου ποτού που παρασκευάζεται από αποσταγμένα φρούτα. Μοιάζει με την ρακί ή το τσίπουρο.

[3] Ποδοσφαιρική ομάδα της Γερμανίας.

Ψηφιδωτό Σύγχρονης Ελληνικής Ποίησης

αντιΙστορία

 

Ι
Κανείς δεν αναρωτήθηκε
σαν είδε τα καδρόνια
να φλέγονται στοιβαγμένα
σε εστία προβληματισμού

 

Κανείς δε κοκκίνησε
σαν είδε τα ζύγια
να γκρεμίζονται αβέβαια
σε ζυγαριά θαυμασμού

 

Κανείς δεν σκίρτησε
από επιθυμία δεν ρώτησε
από ηδονή έστω να μάθει
γιατί;

 

ανακωχή δεν διαφαίνεται
στη διαμάχη των ανθρώπων
στη σελίδα
μιας ακόμη Ιστορίας

 

Ι Ι
Διδάχοι υπήρξαν οι θρησκείες
στις αδιέξοδες θεωρήσεις
στις συλλογικές τελετουργίες
μιας θολής εξάλειψης

 

Το τιποτένιο, το κενό
απότοκος
μιας κάποτε ελληνικής σκέψης
παράκμασε την φιλική λέξη του δωρήματος
απονέκρωσε την εμπειρία
αφαίρεσε από την χειρονομία μου
κάθε δισταγμό, κάθε περίσκεψη
με υπόταξε στο ασυμφιλίωτο
σαν χωρίς Ιστορία
στην απαίτηση των πραγμάτων.

 

Μόνο μια-δύο αποχρώσεις
του αίματος χειρότερα.

 

Ι Ι Ι
Στο μεγάλο κοιμητήριο
θυσιάζω όλες τις εκδηλώσεις μου·
πεθαίνω και ενταφιάζω
κάθε πολιτικό δικαίωμα
κάθε ηθική αξία
κάθε ανθρώπινη θυσία.

 

Στο βωμό επάνω
θυσιάζω όλη μου την Ιστορία·
σκοτώνω και ακρωτηριάζω
κάθε πολιτικό μεγαλείο
κάθε πραγματική ελευθερία
κάθε ψευδεπίγραφη προσδοκία.

 

Έγινα κράτος τώρα.

Τα ποιήματα του 2020

[Καράμπαμπας ή ο πλάτανος]

Όταν πρωτοήρθα θέλησα να φυτέψω έναν πλάτανο. Ο βράχος άνυδρος και χέρσος. Γνωστοί, άγνωστοι ειδήμονες, γεωπόνοι και περαστικοί, συμπονούσαν για την εμμονή νεύοντας συγκαταβατικά το κεφάλι. «Τρέλα είναι θα της περάσει», λέγαν. Εγώ ανένδοτη. Κόντρα στο είθισται έκανα του κεφαλιού μου και έπραξα την επιθυμία. Δώδεκα χρόνια μετά, ο πλάτανος θέριεψε, ξεπέρασε τα άλλα δέντρα και λικνίζει περήφανος το ανάστημα του πια. Οι γνωστοί και οι άγνωστοι με ρωτούν πως και έγινε αυτό.

«Θαύμα θαύμα», τους απαντώ.

 

Μα δεν πρόκειται να πω
πως δίπλα στον βόθρο είναι μυστικό
να φυτεύεις προσδοκίες.

 

εκδόσεις βακχικόν, 2020

Ο πατέρας έφυγε

Η χαρουπιά

Πάλι τον συνάντησα, εκεί, στο αγαπημένο του σημείο. Στην είσοδο του χωριού. Καθισμένο στο «θρόνο» του, όπως αποκαλούσε το αυτοσχέδιο σκαμνί που ο ίδιος είχε κατασκευάσει. Κάτω από τη χαρουπιά που μετρούσε πλέον πάνω από μισό αιώνα ζωής. Από μικρό παιδί την επισκέπτονταν, μια να τη ποτίσει και να τη φιλέψει φλούδες από φρούτα και ζαρζαβάτια και μια να την ευχαριστήσει, που την είχε συντροφιά. Και κάθονταν στις ρίζες της τότε και της ψιθύριζε λόγια τρυφερά κι εκείνη τον ευχαριστούσε για τα κεράσματα και τις καλές κουβέντες και λικνίζονταν παιχνιδιάρικα πέρα δώθε, και όλο θρόιζε με το πυκνό της φύλλωμα. Εκεί λοιπόν στον θρόνο του, με μια μαγκούρα ανάμεσα στα πόδια και τα χέρια ακουμπισμένα πάνω της, αφουγκράζονταν τους ήχους. Γιατί ήχους, όπως έλεγε, κατείχαν όλα τα πλάσματα της φύσης κι όχι μόνο εκείνα, που ο θεός τα αντάμειψε με τη λαλιά. Και τα λουλούδια και τα χορτάρια είχανε φωνή. Πόσο μάλλον τα δέντρα, όπως ετούτη δω η χαρουπιά, που χειμώνα καλοκαίρι του μίλαγε, κουνώντας τα φύλλα της, κι ας μην άρθρωνε λέξεις κατανοητές στων ανθρώπων το αυτί. Εκεί στην είσοδο του χωριού, άκουγε το θρόισμα των φύλλων της χαρουπιάς, που άλλοτε γλυκομίλητα του μετέφερε μηνύματα και άλλοτε με μένος και οργή του ούρλιαζε τα μαντάτα του κόσμου. Και εκείνος δεν της απάνταγε ποτέ, δεν ανταποκρίνονταν στα παράξενα ετούτα τα καμώματα, μόνο χαμογελούσε κάποιες φορές και άλλοτε αναστέναζε βαθιά, αλλάζοντας πλευρό στο μάγουλο και στο αυτί, που της έδινε προσοχή. Στις άπνοες μέρες πάλι, βυθίζονταν και οι δυο τους στη σιωπή. Όλα αυτά τα χρόνια μόνο μια φορά, θυμάμαι, να χάλασε τη στάση του κορμιού του και να άνοιξε τα μάτια του, ψάχνοντας της χαρουπιάς την ψυχή, να επιβεβαιώσει την είδηση, που μόλις τώρα του μήνυσε εκείνη λυπημένη. Πνίγηκα, λέει, στα μαύρα νερά της Μεσογείου. Ο πατέρας αναρίγησε, τραντάχτηκε σύγκορμος, σαν να ήθελε να αποτινάξει το κακό μα και αμέσως πάλι, σφάλισε τα θολά του μάτια και ακούμπησε το μάγουλο στα χέρια πάνω στη μαγκούρα. Κάτι παιχνίδια, σκέφτηκε, που κάνει ο αγέρας και νομίζεις πως έχει λαλιά η χαρουπιά. «Αύριο θα φέρω το πριόνι» γύρισε και πρώτη φορά της μίλησε.

Περιοδικό “Καρυοθραύστις” τχ 8/9, Νοέμβριος 2021, εκδόσεις Ρώμη

Θεωρητικές εικασίες

Όχι φίλε μου Pascal[1]

δεν φταίει που δεν είμαι

ικανή να κάτσω στο δωμάτιο ήσυχα

και μόνη.

 

Τις δυστυχίες μου

τις αδυναμίες μέσα

έψαξα στις παρορμήσεις

στις προκλήσεις που μου φόρτωσαν

εν καιρώ ο Τίγρης και ο Ευφράτης.

Στα πρώτα ίχνη έσκυψα να προσκυνήσω

Σουμέριους Ακκάδες Ασσύριους

και άλλους πολλούς μακριά από τη Βαβυλώνα.

Έσκυψα στα υγρά κρεβάτια τους

να δω τις έναστρες οροφές και τα σμαράγδια

μια φλέβα χρυσού στους γύρω λόφους, ένα υδάτινο μονοπάτι ίσως.

 

Μα, υπήρξε ποτέ η Μεσόγειος; ο άξονας του κόσμου;

το Theatrum Orbis Terrarum[2] δεν έχει διακοσμητικό φορτίο εξαίρετο;

μέθυσε και το τελευταίο λεπιδόπτερο από την βία; δεν είναι πέντε τα κλίματα; επίπεδη η γη; το σχέδιο διαφυγής δεν το μελέτησες επαρκώς; λιώνουν οι πάγοι; οι παγετώνες της καρδιάς; έπαψε να ΄ναι «Die ganze Welt in einem Kleberblatt»[3];

 

Όχι φίλε μου Pascal

δεν φταίει που δεν είμαι

ικανή να κάτσω στο δωμάτιο ήσυχα

και μόνη.

 

Φταίει που ο κόσμος γύρω μου

άρχισε να γυρνά παράδοξα

την εποχή των οραμάτων.

 

[1] «Όλα μας τα δεινά προέρχονται από το ότι δεν είμαστε ικανοί να καθίσουμε ήρεμα σ’ ένα δωμάτιο, μονάχοι» απόφθεγμα του Blaise Pascal, μαθηματικός και φιλόσοφος του 17ου αιώνα

[2] άτλαντας της υδρογείου σφαίρας, από τον Abraham Ortelius, χαρτογράφο, χαράκτη και εκδότη, που κυκλοφορεί το 1570

[3] «Ολάκερος ο κόσμος σε ένα φύλλο τριφυλλιού» τίτλος χάρτη του 16ου αιώνα του θεολόγου Heinrich Bünting

Εφ’ ενός γίγνεσθαι; 2

Παράδεισος

ακίνητη ήταν η γη και έτσι παραμένει

κι ας ήθελε ο Πτολεμαίος τον κόσμο

να γυρίσει και τον Παράδεισο

ως Ουρανό και ως Πύρρειο

με σφαίρες να γεμίσει εννιά

γύρω γύρω να πηγαίνουν ψυχές

γεμάτες να στροβιλίζονται

στις ομόκεντρες τροχιές τους.

 

Έλα, Βεατρίκη, πάρε κι εμένα

από το χέρι κι ας βαρύνει

εσένα η αμαρτία

της απόφασης

 

Αφού υποσχέσεις έδωσα και κράτησα και φιλοδοξίες και πράξεις αγάπης μπορεί και σοφίας, θρησκεία δεν θυμάμαι να υπερασπίστηκα μα ούτε και δίκαιους, οραματιστές και ευλογημένους, έχω ελπίδα, φίλη μου, να πάρω θέση στους Αγγέλους;

Τα υπογείως ανεωχθέντα

Κουβαλώ στις πλάτες μου μια κούραση.

Την κούραση όλου του κόσμου.

Ένας κόσμος που διατείνεται

ότι χειρίζεται την αμφισβήτηση σαν ξίφος

και που διακατέχεται από μια και μόνο ιδέα

μήπως κάποια μέρα

η εγγύτητα του θανάτου

τον οδηγήσει στη δειλία της μεταστροφής.

 

Επιθύμησα έναν τάφο.

Ας είναι και από σκόνη.

 

 

Όσα ο αφρός φλοισβίζει

Στο θώκο [που θρονιάστηκες]

Αν δεν τυφλωθείς

δεν μαζέψεις τις κραυγές

και τα λασπωμένα φύλλα

δεν κυλιστείς στο δάκρυ

με τα χαμένα πρόσωπα

αν δεν αγαπήσεις το αίμα

γλύψεις το φυτίλι

μνημονεύσεις τα πουλιά και τα λιοντάρια

δύσκολα θα μυρίσεις

μπαρούτι

καμένη σάρκα

και φρέσκο χώμα.

 

 

Ιστορίες πάθους και μαγειρικής

[… Μια κρεατομηχανή θα ήθελα, είπα και γύρισα την πλάτη μου καληνυχτίζοντας. Ναι, μια κρεατομηχανή θα ήθελα για δώρο επετείου. Αφού με ρώτησες, έχω το δικαίωμα να ζητήσω αυτό, που επιθυμώ περισσότερο από όλα τα δώρα του κόσμου. Ούτε κοσμήματα, ούτε ταξίδια. Ούτε λουλούδια, ούτε σοκολατάκια σε περίτεχνα κουτάκια. Μία κρεατομηχανή θα ήθελα, σαν αυτές που διαφημίζουν στη τηλεόραση. Αλέθουν λέει, όλα τα κομμάτια κρέατος και τα κάνουνε κιμά. Ναι, αυτή θέλω. Ένα μηχάνημα, όπου χώνεις ολόκληρα κομμάτια κρέατος και απ’ όπου βγαίνουν τέλεια στρογγυλοποιημένα σκουληκάκια. Τόσες και τόσες πολιτισμένες συζητήσεις κάναμε για το φαινόμενο του κρεοπώλη που βαριέται να αλέσει τον κιμά δύο και τρεις φορές. Το φρέσκο κρέας για να γίνει κιμάς, και ο κιμάς για να γίνει σουτζουκάκια, σαν αυτά της μανούλας μου, πρέπει να αλεστεί δύο και τρεις φορές, μου έλεγες, ενώ άστραφτε και βρόνταγε γύρω μου. Εντάξει, ας μην αδικήσω τον γάμο μας. Όλα άρχισαν να κατρακυλάνε, όταν θέλησα να σου φτιάξω το αγαπημένο σου φαγητό. …]

Η ποίηση ταξιδεύει εις Εύριπον

Ασύνειδα επιμένεις στην στερεότητα

των ουράνιων σχημάτων, επιμένεις

να δρασκελίσεις αμνήμονες

στιγμές και φριχτές συνειδήσεις

και κρυμμένη στο μισόφωτο

σαν πόρνη η λύτρωση

ανησυχεί μην ανιχνεύσεις

το ανθρώπινο της πρόσωπο

που υμνεί χαμηλόφωνα με λόγχες

σκεπάρνια και λόγιες κορώνες

το προφανές

που κατακλύζει ένα ποίημα

που διαμελίζει το θυμικό.

 

 

Ανθολόγιο μικρού διηγήματος για την νύχτα

[… Λίγα ήταν τα βήματα που κάνατε τρικλίζοντας, για να ισορροπήσετε τον κάθε ενδοιασμό σας. Και τότε ο άγνωστος άρχισε να σου μιλά για έναν παιδικό του φίλο, κάποιον Pessoa, που αυτός θαύμαζε και για ένα Καπνοπωλείο που από μικρός ήθελε να ανοίξει. Τον συναντούσε καθημερινά πίνοντας βυσσινάδα στα τραπεζάκια του Rex. Μιλάγανε ώρες ατελείωτες για ζωή και για γυναίκες και για ανεκπλήρωτους έρωτες. Μιλάγανε συνήθως μέχρι ο ορίζοντας να ροδίσει. Και τότε έπαιρνε τον δρόμο της επιστροφής, δίπλα στο κιγκλίδωμα της παραλίας. Νύχτωνε μέχρι να φτάσει από την μία άκρη ως την άλλη.

Ο άγνωστος σταμάτησε απότομα και σε αγκάλιασε σφιχτά από τους ώμους. Φοβήθηκε μην ήσουνα και συ σαν τον άλλον τον ποιητή, πλάσμα της φαντασίας του και χανόσουν στις πρώτες ηλιαχτίδες του ξημερώματος. Χωρίς προειδοποίηση. Χωρίς εξηγήσεις. Σαν χρόνιος εραστής έσκυψε και μύρισε τα μαλλιά σου. «Ωραία μυρίζεις», είπε και έγειρε και τα φίλησε. Και συ αποκαμωμένη από το ξενύχτι και την αναζήτηση, έγειρες πάνω στο πέτο του κρεμ σακακιού του και έκλεισες τα μάτια. …]

 

Ανθολογία σύγχρονης ελληνικής ποίησης εξ ιδίων

Θανάσιμα ή συγγνωστά

τι σημασία όμως έχει;

αφότου εκείνος ο Θωμάς κατέγραψε

επτά ο Ακινάτης

αμαρτήματα μας κάρφωσαν

μάς κάρφωσαν αυτοί οι άλλοι

πατεράδες σε σταυρό

ανθρώπινο θνητό και αθάνατο

συνάμα ούτε που θυμάμαι

ετούτη την ιστορική

στιγμή αν πρόσβαλλαν

την μεταξύ ημών αγάπη

μήτε αυτήν προς τον πλησίον

μόνο προς εσένα εσένα εσένα

δεν όχι μα διόλου!

πρόδωσαν

 

όμως αυτή δεν είναι η φύση των συντρόφων; δεν στο ψιθυρίσανε πατέρα;

 

ένοχη να νιώσω και ενοχή; τύψεις και ερινύες; it’s ok!

αιωνίου κολάσεως όμως;

βαρύ βαρύ το πυρ

το εξώτερον έλεος

και συγχώρηση κι ίσως ένα ψήγμα από αγάπη, you know?

Πατέρα;

 

Χρησμός

στεφανώσου το χρησμό το διφορούμενο |είπε| και σταύρωσε εκείνους τους ταλαίπωρους χρυσαετούς στη μνήμη ή στον ομφαλό του μονάκριβου πατέρα τρέξε τρέξε στα άδυτα κοντά στη μάντισσα θεά σε εκείνη την ιέρεια με δάφνες πέλανο και άλλους θησαυρούς και αναθεμάτισε την τύχη του κόσμου την λοξή στην έκσταση σου πάνω γιατί κάθαρση ο κόσμος σου δεν πρόκειται να βρει αν δεν την αμφισημία των πραγμάτων πρώτα αγαπήσεις

 

 

1 2