Ποίηση

Άνθεα -Εγχώρια και εξωτικά | Ποιητικό Ανθο-λόγιο

ΒΙΟΛΕΤΑ Ή ΜΕΝΕΞΕΣ της Κατερίνας Λιάτζουρα

 

Εκείνο το πρωινό ένιωσε κουρασμένη·
ένιωσε ανηφορίζοντας στα ρουθούνια
την μυρωδιά του θανάτου
Με τον ήλιο πάνω
στα θαμπωμένα βλέφαρα
μέτρησε δαχτυλίδια
χρόνια συσσωρευμένα
σε ομόκεντρους κύκλους
Ένα μπάλωμα ανάμεσα σε δυο άκρες
μια βελονιά πάνω στο κενό
Πάνω στο ματωμένο λείψανο
στάθηκαν λευκές πεταλούδες
Λευκά σημαιάκια τα φτερά τους
Η μία έμεινε για πάντα εκεί
άφησε το αποτύπωμα της στο ξύλο
Μια άλλη χόρεψε μπροστά στα χείλη
που κόβουν βιολετιά λουλούδια
Η άλλη φτεροκόπησε στον άνεμο
πάνω από τις πλαγιές του λόφου
Η πιο μικρή πέταξε κοντά στα μάτια
Κοίταξε πέρα απ’ αυτά
με βλέμμα μαθημένο στον ουρανό
Έκλεισε τα μάτια·
δεν έπρεπε να καταλήξουν ραμφισμένα
από κοράκια

 

 

 

ΙΒΙΣΚΟΣ ΑΪΤΗ της Μαργαρίτας Παπαγεωργίου

 

«κι αν δεν κοιμηθείς, ο κάβουρας σε φάει»
«Dodo ti pitit manman»,
παραδοσιακό νανούρισμα της Αϊτής
Μαύροι ιβίσκοι με αριθμό στα πέταλα
Που είναι τα παιδιά;
Χαμένα σε ποιαν ήπειρο; ποια χώρα;
ποιο ορφανοτροφείο; ποιο δρόμο;
χωρίς μητέρα, πατέρα, πατρίδα
χωρίς ψωμί, χωρίς νερό,
χωρίς τη γλώσσα την παλιά,
σκλάβοι, Restavék
Θέλω τον ιβίσκο τον rose kayenn
όχι τα κόκκινα ζαχαρωτά
που μου τα δίνουν ξένοι
που μου αφαιρούν τη ζεστασιά
που με γδύνουν από ό,τι αγνό
που με κάνουν δούλο τους ξανά
θέλω το νανούρισμα του κάβουρα,
να τον βάλεις στο καζάνι,
τραγούδησέ μου, γιαγιά, πάλι
με τον Χούνγκαν και τη Μάμπο,
να ξεκουραστώ

 

Αποκαΐδια ηθικής

Κουβαλώ στις πλάτες μου μια κούραση.

Την κούραση όλου του κόσμου.

Ένας κόσμος που διατείνεται

ότι χειρίζεται την αμφισβήτηση σαν ξίφος

και που διακατέχεται από μια και μόνο ιδέα

μήπως κάποια μέρα

η εγγύτητα του θανάτου

Τον οδηγήσει στη «δειλία της μεταστροφής».

Επιθύμησα έναν τάφο.

Έστω από σκόνη.

Η κρεμμυδαποθήκη

Το κρύο είναι τσουχτερό απόψε.

Σε διαπερνά όπως ο κάθε Λαύκος, όπως ο κάθε θάνατος.

Η πλατεία σε αποχαιρέτησε στροβιλίζοντας

τα πλατανόφυλλα της. Στρώμα υπόκωφων ήχων

στο πέρασμα μου. Κάνει κρύο μέσα

στην εκκλησία. Είμαστε παγωμένες Κατίνα.

Η καμπάνα ηχεί πένθιμα. Ποια από τις δυο μας πεθαίνει;

Το χώμα μυρίζει μούχλα. Καιρό είχε να αεριστεί.

Να που ήρθε η ώρα. Για όλα έρχεται η γαμημένη η ώρα.

Τα κοράκια δεν βλέπουν την ώρα να αποδημήσουνε.

Το Πήλιο φόρεσε τα γιορτινά του.

Λευκοί Νάνοι

και έπειτα∙

 

με τούτο δω το ποίημα
δεν θα διεκδικήσω καμιά πρωτοτυπία
για μένα, τον Μαμωνά και τη malaise du siècle∙
σαδιστική εξάλλου ήταν πάντοτε
η φλέβα του ειδώλου
σαν αντάμωνε το μαύρο με τον χρυσό
και το θειάφι με το φυτίλι
ντενεκέδες κοσμοκαλόγεροι, Εαυτούληδες της πόλης
ζυγίζουν νευρόσπαστα τη νοερή αξία
μέσα στην ασάφεια του χρόνου
και πυκνώνουν και πυκνώνουν ολοένα
στα πέπλα της αρένας

 

Πάμπολλες οι αλήθειες, κι εσύ δεν γνώρισες καμία;
Γιγαντώθηκες στη λογική, ποιο να’ ναι το σημάδι;

 

Στον πύργο της Βαβέλ σκαρφάλωσες
στον ουρανό και στον βωμό
και πιο πάνω και πιο πάνω και όλο πιο πάνω θέλησες
την πτώση να αποφύγεις

 

μα, εκείνο το φρούτο άλλοτε, μήλο κόκκινο δεν ήταν;

Σκέψεις

Τα μάτια μου μέσα από γκρίζες πηχτές βλέννες

αντικρίζουν τον κόσμο ανάποδα.

Το καλααζάρ μου κατατρώει τα σωθικά.

Το κορμί μου κάτω από το μαδημένο τρίχωμα

τόπους τόπους φωλιά παρασίτων έγινε.

Μου ρουφούνε το αίμα.

Κουράστηκα. Άδειασα. Γέρασα.

Οι πατούσες μου κοντέρ πιστό στη ζωή

προσμετρά χιλιόμετρα και χιλιόμετρα νυχτερινής αλητείας.

Αγέλαστη η μουσούδα μου οσφραίνεται

και σαλιώνει παλάμες τυχαίων περαστικών.

Μερικές φορές γρυλλίζω από αγαλλίαση

όταν χέρι συμπόνιας μου χαϊδεύει το πηγούνι.

Μα θυμώνω όταν η συμπόνια γίνεται απορία

και με σίχαμα του τολμήματος μου στερεί το χάδι.

Οίστρος βαθύς και ανεξέλεγκτος με ζευγάρωσε κάποτε

έσπειρα ομοιώματα της ράτσας μου στον δρόμο

και εσύ που μύριζες τα σκέλια

σπαρτάρισες πανευτυχής που έλαχε σε σένα η διαιώνιση της τύχης.

Από τότε πέρασαν χρόνια ή και αιώνες αναζήτησης.

Όμως χτες βρήκα στο κάδο των ανομημάτων μου ένα κοκαλάκι να γλείψω

και τσακώθηκα άγρια μαζί σου,

που θέλησα να το καταχωρήσω στη σκυλίσια συλλογή μου.

Μα και που με υπερβάλλοντα ζήλο από τα δόντια σου το άρπαξα,

τι έγινε;

Άλλο ένα με σήψη αμπαλαρισμένο γεγονός.