Συμμετοχή

Τα υπογείως ανεωχθέντα

Κουβαλώ στις πλάτες μου μια κούραση.

Την κούραση όλου του κόσμου.

Ένας κόσμος που διατείνεται

ότι χειρίζεται την αμφισβήτηση σαν ξίφος

και που διακατέχεται από μια και μόνο ιδέα

μήπως κάποια μέρα

η εγγύτητα του θανάτου

τον οδηγήσει στη δειλία της μεταστροφής.

 

Επιθύμησα έναν τάφο.

Ας είναι και από σκόνη.

 

 

Ψηφιδωτό Σύγχρονης Ελληνικής Ποίησης

αντιΙστορία

 

Ι
Κανείς δεν αναρωτήθηκε
σαν είδε τα καδρόνια
να φλέγονται στοιβαγμένα
σε εστία προβληματισμού

 

Κανείς δε κοκκίνησε
σαν είδε τα ζύγια
να γκρεμίζονται αβέβαια
σε ζυγαριά θαυμασμού

 

Κανείς δεν σκίρτησε
από επιθυμία δεν ρώτησε
από ηδονή έστω να μάθει
γιατί;

 

ανακωχή δεν διαφαίνεται
στη διαμάχη των ανθρώπων
στη σελίδα
μιας ακόμη Ιστορίας

 

Ι Ι
Διδάχοι υπήρξαν οι θρησκείες
στις αδιέξοδες θεωρήσεις
στις συλλογικές τελετουργίες
μιας θολής εξάλειψης

 

Το τιποτένιο, το κενό
απότοκος
μιας κάποτε ελληνικής σκέψης
παράκμασε την φιλική λέξη του δωρήματος
απονέκρωσε την εμπειρία
αφαίρεσε από την χειρονομία μου
κάθε δισταγμό, κάθε περίσκεψη
με υπόταξε στο ασυμφιλίωτο
σαν χωρίς Ιστορία
στην απαίτηση των πραγμάτων.

 

Μόνο μια-δύο αποχρώσεις
του αίματος χειρότερα.

 

Ι Ι Ι
Στο μεγάλο κοιμητήριο
θυσιάζω όλες τις εκδηλώσεις μου·
πεθαίνω και ενταφιάζω
κάθε πολιτικό δικαίωμα
κάθε ηθική αξία
κάθε ανθρώπινη θυσία.

 

Στο βωμό επάνω
θυσιάζω όλη μου την Ιστορία·
σκοτώνω και ακρωτηριάζω
κάθε πολιτικό μεγαλείο
κάθε πραγματική ελευθερία
κάθε ψευδεπίγραφη προσδοκία.

 

Έγινα κράτος τώρα.

1 2