Συμμετοχή

Τα υπογείως ανεωχθέντα

Κουβαλώ στις πλάτες μου μια κούραση.

Την κούραση όλου του κόσμου.

Ένας κόσμος που διατείνεται

ότι χειρίζεται την αμφισβήτηση σαν ξίφος

και που διακατέχεται από μια και μόνο ιδέα

μήπως κάποια μέρα

η εγγύτητα του θανάτου

τον οδηγήσει στη δειλία της μεταστροφής.

 

Επιθύμησα έναν τάφο.

Ας είναι και από σκόνη.

 

 

Όσα ο αφρός φλοισβίζει

Στο θώκο [που θρονιάστηκες]

Αν δεν τυφλωθείς

δεν μαζέψεις τις κραυγές

και τα λασπωμένα φύλλα

δεν κυλιστείς στο δάκρυ

με τα χαμένα πρόσωπα

αν δεν αγαπήσεις το αίμα

γλύψεις το φυτίλι

μνημονεύσεις τα πουλιά και τα λιοντάρια

δύσκολα θα μυρίσεις

μπαρούτι

καμένη σάρκα

και φρέσκο χώμα.

 

 

Ιστορίες πάθους και μαγειρικής

[… Μια κρεατομηχανή θα ήθελα, είπα και γύρισα την πλάτη μου καληνυχτίζοντας. Ναι, μια κρεατομηχανή θα ήθελα για δώρο επετείου. Αφού με ρώτησες, έχω το δικαίωμα να ζητήσω αυτό, που επιθυμώ περισσότερο από όλα τα δώρα του κόσμου. Ούτε κοσμήματα, ούτε ταξίδια. Ούτε λουλούδια, ούτε σοκολατάκια σε περίτεχνα κουτάκια. Μία κρεατομηχανή θα ήθελα, σαν αυτές που διαφημίζουν στη τηλεόραση. Αλέθουν λέει, όλα τα κομμάτια κρέατος και τα κάνουνε κιμά. Ναι, αυτή θέλω. Ένα μηχάνημα, όπου χώνεις ολόκληρα κομμάτια κρέατος και απ’ όπου βγαίνουν τέλεια στρογγυλοποιημένα σκουληκάκια. Τόσες και τόσες πολιτισμένες συζητήσεις κάναμε για το φαινόμενο του κρεοπώλη που βαριέται να αλέσει τον κιμά δύο και τρεις φορές. Το φρέσκο κρέας για να γίνει κιμάς, και ο κιμάς για να γίνει σουτζουκάκια, σαν αυτά της μανούλας μου, πρέπει να αλεστεί δύο και τρεις φορές, μου έλεγες, ενώ άστραφτε και βρόνταγε γύρω μου. Εντάξει, ας μην αδικήσω τον γάμο μας. Όλα άρχισαν να κατρακυλάνε, όταν θέλησα να σου φτιάξω το αγαπημένο σου φαγητό. …]

Η ποίηση ταξιδεύει εις Εύριπον

Ασύνειδα επιμένεις στην στερεότητα

των ουράνιων σχημάτων, επιμένεις

να δρασκελίσεις αμνήμονες

στιγμές και φριχτές συνειδήσεις

και κρυμμένη στο μισόφωτο

σαν πόρνη η λύτρωση

ανησυχεί μην ανιχνεύσεις

το ανθρώπινο της πρόσωπο

που υμνεί χαμηλόφωνα με λόγχες

σκεπάρνια και λόγιες κορώνες

το προφανές

που κατακλύζει ένα ποίημα

που διαμελίζει το θυμικό.

 

 

Ανθολόγιο μικρού διηγήματος για την νύχτα

[… Λίγα ήταν τα βήματα που κάνατε τρικλίζοντας, για να ισορροπήσετε τον κάθε ενδοιασμό σας. Και τότε ο άγνωστος άρχισε να σου μιλά για έναν παιδικό του φίλο, κάποιον Pessoa, που αυτός θαύμαζε και για ένα Καπνοπωλείο που από μικρός ήθελε να ανοίξει. Τον συναντούσε καθημερινά πίνοντας βυσσινάδα στα τραπεζάκια του Rex. Μιλάγανε ώρες ατελείωτες για ζωή και για γυναίκες και για ανεκπλήρωτους έρωτες. Μιλάγανε συνήθως μέχρι ο ορίζοντας να ροδίσει. Και τότε έπαιρνε τον δρόμο της επιστροφής, δίπλα στο κιγκλίδωμα της παραλίας. Νύχτωνε μέχρι να φτάσει από την μία άκρη ως την άλλη.

Ο άγνωστος σταμάτησε απότομα και σε αγκάλιασε σφιχτά από τους ώμους. Φοβήθηκε μην ήσουνα και συ σαν τον άλλον τον ποιητή, πλάσμα της φαντασίας του και χανόσουν στις πρώτες ηλιαχτίδες του ξημερώματος. Χωρίς προειδοποίηση. Χωρίς εξηγήσεις. Σαν χρόνιος εραστής έσκυψε και μύρισε τα μαλλιά σου. «Ωραία μυρίζεις», είπε και έγειρε και τα φίλησε. Και συ αποκαμωμένη από το ξενύχτι και την αναζήτηση, έγειρες πάνω στο πέτο του κρεμ σακακιού του και έκλεισες τα μάτια. …]

 

Ανθολογία σύγχρονης ελληνικής ποίησης εξ ιδίων

Θανάσιμα ή συγγνωστά

τι σημασία όμως έχει;

αφότου εκείνος ο Θωμάς κατέγραψε

επτά ο Ακινάτης

αμαρτήματα μας κάρφωσαν

μάς κάρφωσαν αυτοί οι άλλοι

πατεράδες σε σταυρό

ανθρώπινο θνητό και αθάνατο

συνάμα ούτε που θυμάμαι

ετούτη την ιστορική

στιγμή αν πρόσβαλλαν

την μεταξύ ημών αγάπη

μήτε αυτήν προς τον πλησίον

μόνο προς εσένα εσένα εσένα

δεν όχι μα διόλου!

πρόδωσαν

 

όμως αυτή δεν είναι η φύση των συντρόφων; δεν στο ψιθυρίσανε πατέρα;

 

ένοχη να νιώσω και ενοχή; τύψεις και ερινύες; it’s ok!

αιωνίου κολάσεως όμως;

βαρύ βαρύ το πυρ

το εξώτερον έλεος

και συγχώρηση κι ίσως ένα ψήγμα από αγάπη, you know?

Πατέρα;

 

Χρησμός

στεφανώσου το χρησμό το διφορούμενο |είπε| και σταύρωσε εκείνους τους ταλαίπωρους χρυσαετούς στη μνήμη ή στον ομφαλό του μονάκριβου πατέρα τρέξε τρέξε στα άδυτα κοντά στη μάντισσα θεά σε εκείνη την ιέρεια με δάφνες πέλανο και άλλους θησαυρούς και αναθεμάτισε την τύχη του κόσμου την λοξή στην έκσταση σου πάνω γιατί κάθαρση ο κόσμος σου δεν πρόκειται να βρει αν δεν την αμφισημία των πραγμάτων πρώτα αγαπήσεις

 

 

Ποιήματα ανεμοδαρμένα | Poems adrift

Θλίψεις πολλές με κέρασες αιώνα

το είδος μου το εξευτέλισες

η οδύνη της τραγωδίας

η χαρά της τρομολαγνείας

δεν με εξευγένισε.

Δεν ανάρρωσα ακόμη

από την πολύμορφη κακοπάθεια.

Η βούληση μου ατόνησε.

Η σκέψη μου ναυάγησε.

Τα συναισθήματα μου νεκρώθηκαν.

Και συ ένστικτο που καγχάζεις,

πως δεν αποτεφρώνεσαι σε ψευδά μονοπάτια

άνοιξες διάπλατα πυρακτωμένα χαμόγελα

να καταχωνιάσεις σε χωράφι ανόργωτο

τον εαυτό μου.

Θα καταβοθρώσω τα πύρινα μέλη μου σε κερκόπορτα.

 

 

Περιοδικό diPgeneration

[… «Πλησιάστε, κύριοι μου!» ακούστηκε ξαφνικά μια φωνή. «Είσαστε βαθιά νυχτωμένοι». Ήταν ο φύλαρχος Φέγγος της Φωτιάς. «Πού περιφέρεστε νυχτιάτικα; Και τι αμφίεση είναι αυτή; Βγάλτε τις μύτες από σελιλόιντ! Ξεμασκαρευτείτε! Σας γνωρίζουνε. Τι μουσικά όργανα με κουδουνάκια είν’ αυτά που κουβαλάτε μαζί σας;»
«Είναι κουδουνάκια και σείστρες και τα μαστίγια του γελωτοποιού, με την άδεια σας».
«Και τι πνευστό είναι αυτό;»
«Είναι το χωνί της Νυρεμβέργης*».
«Και τι σβώλος από βαμβάκι είναι αυτός εκεί, στο σχοινί;»
«Είναι το καρουζελοαλογάκι Ιωάννης, με προσοχή τυλιγμένο σε βαμβάκι».
«Κουταμάρες! Τι δουλειά έχετε με το καρουζελοαλογάκι στην λιβυκή έρημο; Που το ’κονομήσατε το άλογο;» …]

 

* Η έννοια Nürnberger Trichter αναφέρεται, ειρωνικά και περιπαιχτικά, στο πώς μπορεί κανείς, χρησιμοποιώντας ένα χωνί, να γεμίσει γνώσεις τα κεφάλια των ανθρώπων.

1 2