Συμμετοχή στον τόμο “Τα ποιήματα του 2020” που επιμελήθηκαν η Πόπη Αρωνιάδα και ο Κώστας Λάνταβος, με υπεύθυνο σειράς τον ποιητή Ντίνο Σιώτη.
εκδόσεις Κοινωνία των (δε)κάτων, 2021
[Καράμπαμπας ή ο πλάτανος]
Όταν πρωτοήρθα θέλησα να φυτέψω έναν πλάτανο. Ο βράχος άνυδρος και χέρσος. Γνωστοί, άγνωστοι ειδήμονες, γεωπόνοι και περαστικοί, συμπονούσαν για την εμμονή νεύοντας συγκαταβατικά το κεφάλι. «Τρέλα είναι θα της περάσει», λέγαν. Εγώ ανένδοτη. Κόντρα στο είθισται έκανα του κεφαλιού μου και έπραξα την επιθυμία. Δώδεκα χρόνια μετά, ο πλάτανος θέριεψε, ξεπέρασε τα άλλα δέντρα και λικνίζει περήφανος το ανάστημα του πια. Οι γνωστοί και οι άγνωστοι με ρωτούν πως και έγινε αυτό.
«Θαύμα θαύμα», τους απαντώ.
Μα δεν πρόκειται να πω
πως δίπλα στον βόθρο είναι μυστικό
να φυτεύεις προσδοκίες.
εκδόσεις βακχικόν, 2020
Συμμετοχή στον τόμο “Τα ποιήματα του 2020” που επιμελήθηκαν η Πόπη Αρωνιάδα και ο Κώστας Λάνταβος, με υπεύθυνο σειράς τον ποιητή Ντίνο Σιώτη.
εκδόσεις Κοινωνία των (δε)κάτων, 2021
Θανάσιμα ή συγγνωστά
τι σημασία όμως έχει;
αφότου εκείνος ο Θωμάς κατέγραψε
επτά ο Ακινάτης
αμαρτήματα μας κάρφωσαν
μάς κάρφωσαν αυτοί οι άλλοι
πατεράδες σε σταυρό
ανθρώπινο θνητό και αθάνατο
συνάμα ούτε που θυμάμαι
ετούτη την ιστορική
στιγμή αν πρόσβαλλαν
την μεταξύ ημών αγάπη
μήτε αυτήν προς τον πλησίον
μόνο προς εσένα εσένα εσένα
δεν όχι μα διόλου!
πρόδωσαν
όμως αυτή δεν είναι η φύση των συντρόφων; δεν στο ψιθυρίσανε πατέρα;
ένοχη να νιώσω και ενοχή; τύψεις και ερινύες; it’s ok!
αιωνίου κολάσεως όμως;
βαρύ βαρύ το πυρ
το εξώτερον έλεος
και συγχώρηση κι ίσως ένα ψήγμα από αγάπη, you know?
Πατέρα;
Χρησμός
στεφανώσου το χρησμό το διφορούμενο |είπε| και σταύρωσε εκείνους τους ταλαίπωρους χρυσαετούς στη μνήμη ή στον ομφαλό του μονάκριβου πατέρα τρέξε τρέξε στα άδυτα κοντά στη μάντισσα θεά σε εκείνη την ιέρεια με δάφνες πέλανο και άλλους θησαυρούς και αναθεμάτισε την τύχη του κόσμου την λοξή στην έκσταση σου πάνω γιατί κάθαρση ο κόσμος σου δεν πρόκειται να βρει αν δεν την αμφισημία των πραγμάτων πρώτα αγαπήσεις
Βιολέτα ή Μενεξές
Εκείνο το πρωινό ένιωσε κουρασμένη·
ένιωσε ανηφορίζοντας στα ρουθούνια
την μυρωδιά του θανάτου
Με τον ήλιο πάνω
στα θαμπωμένα βλέφαρα
μέτρησε δαχτυλίδια
χρόνια συσσωρευμένα
σε ομόκεντρους κύκλους
Ένα μπάλωμα ανάμεσα σε δυο άκρες
μια βελονιά πάνω στο κενό
Πάνω στο ματωμένο λείψανο
στάθηκαν λευκές πεταλούδες
Λευκά σημαιάκια τα φτερά τους
Η μία έμεινε για πάντα εκεί
άφησε το αποτύπωμα της στο ξύλο
Μια άλλη χόρεψε μπροστά στα χείλη
που κόβουν βιολετιά λουλούδια
Η άλλη φτεροκόπησε στον άνεμο
πάνω από τις πλαγιές του λόφου
Η πιο μικρή πέταξε κοντά στα μάτια
Κοίταξε πέρα απ’ αυτά
με βλέμμα μαθημένο στον ουρανό
Έκλεισε τα μάτια·
δεν έπρεπε να καταλήξουν ραμφισμένα
από κοράκια
από την ποιητική συλλογή Άνθεα, εγχώρια και εξωτικά, Ποιητικό Ανθο-Λόγιο Κατερίνα Λιάτζουρα & Μαργαρίτα Παπαγεωργίου (εκδόσεις ΑΩ, 2023)
Violet or Pansy
On that morning, she felt tired;
she felt, rising in her nostrils
the smell of death
With the sun
in her blinking eyelids
she counted rings
of accumulated years
into concentric circles
A patch between two edges
a stitch on the void
Upon the bloody relic
white butterflies stood
Their wings, white little flags
One stayed there forever
leaving its imprint on the wood
Another danced before the lips
that cut violet colored flowers
Some other fluttered in the wind
over the sides of the hill
The youngest flew close to the eyes
She looked beyond them
with a gaze accustomed to the sky
She closed her eyes;
they were not to end up pecked
by crows
from the poetry collection Anthea, domestic and exotic, Poetic Antho-Logy, by Katerina Liatzoura & Margarita Papageorgiou (AO publication, 2023)
translated by Margarita Papageorgiou
Ασύνειδα επιμένεις στην στερεότητα
των ουράνιων σχημάτων, επιμένεις
να δρασκελίσεις αμνήμονες
στιγμές και φριχτές συνειδήσεις
και κρυμμένη στο μισόφωτο
σαν πόρνη η λύτρωση
ανησυχεί μην ανιχνεύσεις
το ανθρώπινο της πρόσωπο
που υμνεί χαμηλόφωνα με λόγχες
σκεπάρνια και λόγιες κορώνες
το προφανές
που κατακλύζει ένα ποίημα
που διαμελίζει το θυμικό.
Κουβαλώ στις πλάτες μου μια κούραση.
Την κούραση όλου του κόσμου.
Ένας κόσμος που διατείνεται
ότι χειρίζεται την αμφισβήτηση σαν ξίφος
και που διακατέχεται από μια και μόνο ιδέα
μήπως κάποια μέρα
η εγγύτητα του θανάτου
τον οδηγήσει στη δειλία της μεταστροφής.
Επιθύμησα έναν τάφο.
Ας είναι και από σκόνη.
[… «Πλησιάστε, κύριοι μου!» ακούστηκε ξαφνικά μια φωνή. «Είσαστε βαθιά νυχτωμένοι». Ήταν ο φύλαρχος Φέγγος της Φωτιάς. «Πού περιφέρεστε νυχτιάτικα; Και τι αμφίεση είναι αυτή; Βγάλτε τις μύτες από σελιλόιντ! Ξεμασκαρευτείτε! Σας γνωρίζουνε. Τι μουσικά όργανα με κουδουνάκια είν’ αυτά που κουβαλάτε μαζί σας;»
«Είναι κουδουνάκια και σείστρες και τα μαστίγια του γελωτοποιού, με την άδεια σας».
«Και τι πνευστό είναι αυτό;»
«Είναι το χωνί της Νυρεμβέργης*».
«Και τι σβώλος από βαμβάκι είναι αυτός εκεί, στο σχοινί;»
«Είναι το καρουζελοαλογάκι Ιωάννης, με προσοχή τυλιγμένο σε βαμβάκι».
«Κουταμάρες! Τι δουλειά έχετε με το καρουζελοαλογάκι στην λιβυκή έρημο; Που το ’κονομήσατε το άλογο;» …]
* Η έννοια Nürnberger Trichter αναφέρεται, ειρωνικά και περιπαιχτικά, στο πώς μπορεί κανείς, χρησιμοποιώντας ένα χωνί, να γεμίσει γνώσεις τα κεφάλια των ανθρώπων.
[… Μια κρεατομηχανή θα ήθελα, είπα και γύρισα την πλάτη μου καληνυχτίζοντας. Ναι, μια κρεατομηχανή θα ήθελα για δώρο επετείου. Αφού με ρώτησες, έχω το δικαίωμα να ζητήσω αυτό, που επιθυμώ περισσότερο από όλα τα δώρα του κόσμου. Ούτε κοσμήματα, ούτε ταξίδια. Ούτε λουλούδια, ούτε σοκολατάκια σε περίτεχνα κουτάκια. Μία κρεατομηχανή θα ήθελα, σαν αυτές που διαφημίζουν στη τηλεόραση. Αλέθουν λέει, όλα τα κομμάτια κρέατος και τα κάνουνε κιμά. Ναι, αυτή θέλω. Ένα μηχάνημα, όπου χώνεις ολόκληρα κομμάτια κρέατος και απ’ όπου βγαίνουν τέλεια στρογγυλοποιημένα σκουληκάκια. Τόσες και τόσες πολιτισμένες συζητήσεις κάναμε για το φαινόμενο του κρεοπώλη που βαριέται να αλέσει τον κιμά δύο και τρεις φορές. Το φρέσκο κρέας για να γίνει κιμάς, και ο κιμάς για να γίνει σουτζουκάκια, σαν αυτά της μανούλας μου, πρέπει να αλεστεί δύο και τρεις φορές, μου έλεγες, ενώ άστραφτε και βρόνταγε γύρω μου. Εντάξει, ας μην αδικήσω τον γάμο μας. Όλα άρχισαν να κατρακυλάνε, όταν θέλησα να σου φτιάξω το αγαπημένο σου φαγητό. …]