Αναγνωστικές ματιές | Φωτεινή Σκιαδά «Ποια πυξίδα;»

Αναγνωστικές ματιές | Φωτεινή Σκιαδά «Ποια πυξίδα;»

«Ποια πυξίδα;»

Διάχυτος ο φιλοσοφικός στοχασμός στην ποίηση της Φωτεινής Σκιαδά, που συστήνεται για πρώτη φορά στα ελληνικά γράμματα, με το βιβλίο της «Ποια πυξίδα;» (εκδόσεις Γκοβόστη, 2023). Από τον τίτλο ήδη η ποιήτρια θέτει ένα ρητορικό ερώτημα εκφράζοντας έτσι την φιλοσοφία της, αλλά δίνοντας και το στίγμα του ποιητικού της στοχασμού. Ένα ερώτημα που απευθύνει προς πάσα κατεύθυνση και προς κάθε ενδιαφερόμενο – που έχει φυσικά τη διάθεση να αφεθεί και να ανταποκριθεί στο ποιητικό της κάλεσμα, σ’ αυτή την περιπέτεια ζωής, σ’ αυτό το μοναδικό ταξίδι· στο ταξίδι της ψυχής.

Η ψυχή συνήθως αποτελεί άβατο για τους κοινούς ανθρώπους, τους μη υποψιασμένους. Οι κερκόπορτες της συνήθως μένουν θεόκλειστες και τα μυστικά της επτασφράγιστα. Ναι, για τους κοινούς θνητούς, όχι όμως και για τους ποιητές. Οι ποιητές λες και έλκονται από αυτόν τον νοητό τόπο της ψυχής και θέλουν να τον διερευνήσουν, να ακολουθήσουν τις διαδρομές και τα μονοπάτια του που οδηγούν σε δύσβατες περιοχές, θέλουν να μπλεχτούν στον λαβύρινθο του, δίχως έναν μίτο, για να πιάσουν ίσως το νήμα από την αρχή, θέλουν να ταξιδέψουν σε θάλασσες δίχως ορίζοντα και να περιπλανηθούν σε πελάγη φουρτουνιασμένα και αβαθή, να ακολουθήσουν την πορεία του Οδυσσέα ή κάποιου άλλοι περιπλανώμενου ναυτικού, για να νιώσουν αυτήν την ζωογόνα φωτιά που καίει στο στήθος. Γράφει η ποιήτρια στο ποίημα «Νυχτερινός Πλους» (σελ. 16): “[…] Το πλοίο μου τρέμει σταθερά κλυδωνίζεται/ τα κύματα έρχονται η βροχή δυναμώνει/ η νύχτα βαριά το φεγγάρι κρυμμένο/ και ο άνεμος ο φίλος άνεμος/ τη φωτιά που καίει στο στήθος μου/ πάντοτε λευτερώνει”.

Υπάρχει πυξίδα ψυχής που να μπορεί να εκτελέσει επάξια την αποστολή της; που να μπορεί η μαγνητική της βελόνα να στραφεί προς τα εκεί που θέλει να φτάσει η ψυχή; Και τι γίνεται με τους περιπλανημένους, τους εξαπατημένους, τους ονειροπόλους, τους ερωτευμένους; Υπάρχει πυξίδα που να δείξει την σωστή, την επιθυμητή κατεύθυνση; ή μήπως τελικά όλα είναι πλάνη; και είτε με, είτε άνευ πυξίδας, το ταξίδι της ψυχής είναι απλά μια φαντασίωση, ένας αντικατοπτρισμός στην έρημο, ένας καλυμμένος γκρεμός στο δάσος; Με τέτοιου είδους, αλλά και άλλους πολλούς ακόμη προβληματισμούς, η ποιήτρια κόβει και ράβει, συνθέτει και ανασυνθέτει, δομεί και αποδομεί τους στίχους της στα πενήντα οχτώ ποιήματα της συλλογής.

Ο άνθρωπος πρωταγωνιστεί στην ποίηση της Σκιαδά. Τα αδιέξοδα της σύγχρονης εποχής, οι δυσκολίες της επιβίωσης, οι δυστοπίες και τα κωμικοτραγικά της καθημερινότητας, η εκμετάλλευση, η απραγία, η αδιαφορία, η κοροϊδία αποτελούν έναυσμα στην ποίηση της, αποτελούν εκείνη την κινητήρια δύναμη που χρειάζεται η ποιήτρια για να ξεδιπλώσει μέσα στα ολιγόστιχα επί τo πλείστον ποιήματα της, την αγανάκτηση της, την εναντίωση της σε κατεστημένα κοινωνικά, την οδύνη της για δεδομένα υπαρξιακά, την απέχθεια της για συνειδητοποιήσεις που έγιναν κάπως αργά. Από απόσταση παρατηρεί τον απερίσκεπτο άνθρωπο που πάντοτε καταντά έρμαιο των επιτήδειων, στέκει επικριτική απέναντι στον ματαιόδοξο άνθρωπο που πάντα πέφτει θύμα των τυχοδιωκτών, συμπάσχει με τον άνθρωπο που παλεύει να σταθεί όρθιος, αγέρωχος και αλώβητος στη μανία και το μένος της σύγχρονης ζωής. Ενδεικτικό νομίζω παράδειγμα είναι το ποίημα «Κοινωνικώς Τι;» (σελ. 24): “Στα βράχια της νιότης μου σκόνταψα/ κι ανασηκώθηκα πληγωμένη/ για λίγο ρεζίλι/ στα μάτια ποιου δεν καθιερώθηκα/ ατόφια και υπεύθυνη/ πλάσμα δικό Του;// Σφουγγίζω δυο μάτια πέτρινα/ που ατενίζουνε πέρα αέναα/ συνθλίβοντας τον χωροχρόνο/ πλάσμα ατόφιο και υπεύθυνο/ πλάσμα δικό μου”.

Χαρακτηριστικό στοιχείο των στίχων της Σκιαδά, είναι η ποιητική ειρωνεία, όπου αξιοποιεί αντιθέσεις, μεταφορές και παρομοιώσεις για να τονίσει την ανυπέρβλητη απόσταση μεταξύ της αλήθειας και της αληθοφάνειας, μεταξύ της αλήθειας και του ψεύδους. Μια καλοστημένη, καλοδουλεμένη ειρωνεία, που η ποιήτρια χρησιμοποιεί ως λογοτεχνικό εργαλείο, για να ασκήσει κοινωνική κριτική – άλλοτε συγκαλυμμένα και άλλοτε φανερά – στα κακώς κείμενα της εποχής, στις καπιταλιστικές εκείνες συνήθειες που εξαγοράζουν τον φόβο και την ανασφάλεια του ανθρώπου, όπως κάνουν για παράδειγμα οι ασφαλιστικές εταιρείες με τα ασφαλιστήρια πυρός κλοπής σεισμού («Ασφάλεια», σελ. 34), και που οδηγούν τον άνθρωπο να μετρά τα φασόλια στη χούφτα, που θα φέρουν την χήνα με τα χρυσά αυγά («της Ρηνιώς», σελ. 17). Αλλά και κριτική στην πολιτική, στους πολιτικούς και στους πολιτειακούς θεσμούς, όπως στο ποίημα «Εξουσία» (σελ. 68) όπου καταγγέλει η ποιήτρια: “Καταληστέψανε/ της ύπαρξης την πεμπτουσία/ της εξουσίας οι ταγοί/ υπαίτιοι οι ύπατοι της πολιτείας/ άρχοντες νόμισαν πως ήσαν/ λάβδανο οσφραινόμενοι και μύρρα/ που προορίζονταν γι’ αλλού”. Από τη κριτική της δεν γλιτώνει ούτε καν η πίστη που είχε η ίδια της στην ιδέα του Θεού. Καταπέλτης τα κατηγορώ της ποιήτριας στο ποίημα «Πόνος» (σελ. 14), όπου ξεκινά με τους στίχους: “Το κατ’ εικόνα και ομοίωση/ είναι ψέμα μέγα ψέμα/ ποτέ κανείς δε φύσηξε σε μένα/ ποτέ δεν δέχθηκα το θείο η ανάξια// […]” για να κλείσει με την παράκληση “[…] ρίξε μου ψήγματα της χάρης Σου/ το κατ’ εικόνα και ομοίωση θύμισέ μου” ή στο ποίημα της «της Ακινδύνης» (σελ. 20): “Χαίρε της απολύτου αρμονίας// Αναζητώντας την παρηγοριά/ της παρουσίας Σου/ προσφέρω Σου το κέλυφος/ της ματαιόδοξης κενότητάς μου”.

Φυσικά με την χρήση της ποιητικής ειρωνείας ως ποιητική τεχνική, η ποιήτρια δεν αποσκοπεί ούτε και επιδιώκει να περιφρονήσει, να υποτιμήσει, να αστειευτεί, να εμπαίξει ή να χλευάσει. Αυτό που διακρίνουμε από του στίχους της είναι μια διάθεση σκωπτική, που επεκτείνεται μάλιστα και σε αυτοσαρκασμό. Πολύ χαρακτηριστικό της διάθεσης αυτής, το ποίημα «Μίμος» (σελ. 41): “Πιάνω συχνά τον εαυτό μου να μιμείται/ γιαγιάδες χαραγμένες απ’ τον χρόνο/ με χέρια σταυρωμένα μόνιμης προσευχής/ που παρακολουθούν τα γεγονότα/ όπως άλλοι κοιτούν σύννεφα να περνούν”. Και εδώ είναι που φαίνεται και ξεχωρίζει η κοσμοθεωρία της Σκιαδά. Πως θα μπορούσε να κρίνει και να κατακρίνει τον κόσμο γύρω της, εάν δεν έκρινε πρώτα, και ίσως πιο αυστηρά απ’ όλους τους άλλους, τον ποιητικό της εαυτό; εάν δεν κατέθετε την ποιητική της απολογία για λάθη και πάθη που το ποιητικό της εγώ έζησε ή απέρριψε, που νοστάλγησε ή έθαψε στην λήθη; πως θα μπορούσε να αναμετρηθεί με το χάος και με τα θεία, εάν δεν συνειδητοποιούσε μέσα από την ποιητική της διερεύνηση, το μεγαλείο του σύμπαντος και την μικρότητα της ανθρώπινης [μας] ύπαρξης; και πως θα εκτιμούσε το ανεκτίμητο παρόν, εάν δεν είχε καταλάβει πόσο αδυσώπητα γρήγορα περνά ο χρόνος, πόσο γρήγορα οδεύουμε προς τον θάνατο; Γράφει η ποιήτρια: “Πώς υπερκεράστηκε το πάθος;/ Ποια άγνωστη ανάγκη πρόβαλε/ σαν προδοσία/ την αναζήτηση αυτογνωσίας;// Ο νόστος του θανάτου ήτανε/ που φέρνει δίψα” («Ρίζες», σελ. 55).

Όμως και ο ανεκπλήρωτος έρωτας ή ο έρωτας που δεν εκπληρώνει πια, η μοναξιά και το αίσθημα της ματαίωσης που επιφέρουν, αποτελούν επίσης ύλη για να πλάσει η ποιήτρια στίχους. Κορυφαία τα ποιήματα «Αποστάσεις» (σελ. 86) και «Μοναξία» (σελ. 87), όπου το ποιητικό σύμπαν καταρρέει από την δειλία να απλώσει κανείς το χέρι στον έρωτα που εμφανίζεται αναπάντεχα και διαφορετικός, και από την συνειδητοποίηση ότι κανείς πρέπει να υποβαστάζει επιμελώς τα ερείπια των αναμνήσεων του και να μένει ακίνητος, μη τυχόν και τον πλακώσουν οι μνήμες.

Η Φωτεινή Σκιαδά στην πρώτη της ποιητική κατάθεση παρουσιάζει μια δυνατή, μεστή και ώριμη γραφή. Χωρίς επιδείξεις, πλουμιστά στολίδια και υπερβολές, ξεδιπλώνει τους στίχους της με εκπληκτική συνέπεια. Τα νοήματα της είναι συμπυκνωμένα, στοχεύει κατευθείαν στο κέντρο της σκέψης, δίχως άσκοπες περιδινήσεις και φλυαρίες. Η θεματολογία της δεν θα πάψει να απασχολεί ανθρώπους ευαίσθητους και ποιητές φιλοσοφημένους, και νομίζω πως η Φωτεινή Σκιαδά συνδυάζει ποιοτικά στοιχεία και των δυο παραπάνω χαρακτηριστικών. Ευαισθησία και φιλοσοφία. Κι αν ακόμη αναρωτιέστε, ποια πυξίδα θα χρειαστείτε για να μην αποπροσανατολιστείτε από την ζωή και την ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης, δεν έχετε παρά να πάρετε μαζί στο ταξίδι της δικής σας ψυχής, τα ποιήματα της Φωτεινής Σκιαδά.

(Literature.gr 6.3.2024)

Ημερομηνία

06 Μαρ 2024
Expired!
Κατηγορία