Αναγνωστικές ματιές | Μαρτίνα Χέφτερ «Θα μπορούσε να γίνει και ωραίο»

Αναγνωστικές ματιές | Μαρτίνα Χέφτερ «Θα μπορούσε να γίνει και ωραίο»

«Ένα παράδειγμα για τον θάνατο»

Πρωτοποριακό πολύ το εγχείρημα της πολυβραβευμένης Γερμανίδας Μαρτίνα Χέφτερ να ενσωματώσει ποιητικό λόγο και θεατρική πρόζα στο βιβλίο της «Θα μπορούσε να γίνει και ωραίο» (εκδόσεις Βακχικόν, 2020), που απέδωσε στην ελληνική γλώσσα με ενόραση και ενσυναίσθηση προσδίδοντας στο κείμενο την πρέπουσα μεταφραστική ποιότητα, η αξιόλογη μεταφράστρια και υποψήφια για το κρατικό βραβείο λογοτεχνικής μετάφρασης (2020), Χριστίνα Παναγιώτα Γραμματικοπούλου. Και η πρωτοπορία του εγχειρήματος έγκειται σε ποικίλα και πολυδιάστατα στοιχεία. Πρώτα απ’ όλα, η Μαρτίνα Χέφτερ, γράφει για ένα ευαίσθητο κοινωνικό θέμα, που ενδεχομένως για την ελληνική κοινωνία να αποτελεί και σήμερα ακόμη ένα θέμα ταμπού. Και το θέμα δεν είναι άλλο από την γήρανση και ψυχική εξάντληση και την σωματική δυσλειτουργία των ανθρώπων της τρίτης ηλικίας. Πολλοί ποιητές έχουν ως επίκεντρο της ποίησης τους τον θάνατο και την απώλεια, λίγοι είναι όμως εκείνοι που αγγίζουν το ταμπού θέμα της φθοράς, της αρρώστιας και της ανημποριάς των γηρατειών. Ο χρόνος που διατρέχει τη ζωή, αφήνει σημάδια πίσω του, συνήθως τα σημάδια ενός πονεμένου, άρρωστου, ταλαιπωρημένου, ανήμπορου γέροντα. Εύλογο το ερώτημα που προκύπτει για το πόσο εύκολα ή δύσκολα μπορεί κανείς να γράψει για αυτό το ενδιάμεσο, για αυτό το χρονικό διάστημα ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο, το διάστημα ανάμεσα στην ελευθερία της βούλησης και την αναγκαστική εξάρτηση από την φροντίδα τρίτων προσώπων, τον χρόνο ανάμεσα στην ζωντανή και αυτόνομη υπόσταση της ανθρώπινης ύπαρξης και την μεταμόρφωση της σε μια νεκροζώντανη αντανάκλαση, μια γκριζαρισμένη σκιά, ενός κάποτε νέου και όμορφου και φωτεινού -και πάνω απ’ όλα ανεξάρτητου- εαυτού. Η Μαρτίνα Χέφτερ πάντως με θάρρος και τόλμη και έμπνευση και πρωτοτυπία μας οδηγεί στις σκοτεινές πλευρές της ψυχής του ανθρώπου που βρίσκεται στην σκιερή πλευρά της ζωής, στο πλατύσκαλο του θανάτου. Στο βιβλίο της η Χέφτερ εμπνέεται από τις εμπειρίες και το προσωπικό της βίωμα, καταγράφει στοιχεία και περιγράφει εικόνες και συναισθήματα που συνέλλεξε, επισκεπτόμενη και συντροφεύοντας σε ένα γηροκομείο την κατάκοιτη πεθερά της, στοιχεία που φαντάζουν όμως πολύ οικία στον αναγνώστη | στην αναγνώστρια, αφού με βεβαιότητα έχουν βιώσει ή τους έχει απασχολήσει και προβληματίσει κάτι αντίστοιχο. Οι διάλογοι με τους διαβόλους που βγαίνουν από την κρυψώνα τους και εμφανίζονται απρόσκλητοι και μιλούν δια στόματος της ταλαιπωρημένης πεθεράς πρωταγωνιστούν στην πρώτη ενότητα του βιβλίου, που η ποιήτρια τιτλοφορεί «Ποτάμι». Και η εικόνα αυτή με τους διαβόλους που ξεχύνονται από το στόμα της πεθεράς και που μιλούν με αγένεια, άσεμνα και όλο βρίζουν, αλλά που τελικά αποκαλύπτουν την πραγματική διάσταση των πραγμάτων, αυτή η εικόνα είναι που δίνει υπόσταση σε όλη την ψυχολογική κατάσταση και την πίεση που βιώνει ένας άνθρωπος ανήμπορος και καθηλωμένος σε ένα κρεβάτι αναδεικνύοντας έτσι το μέγεθος της μιζέριας και δυστυχίας του.

Όμως η συγγραφέας πρωτοπορεί και σε ένα ακόμη σημείο. Την απασχολεί εξίσου και ο άνθρωπος που καλείται να φροντίσει τον ηλικιωμένο, με όλη τη συνυφασμένη με αυτήν την υποχρέωση, ψυχολογική πίεση που βιώνει ο συγκεκριμένος, που θέλει ή πρέπει να σταθεί δίπλα και κοντά -συναισθηματικά αλλά και έμπρακτα- σε κάποιον από τους προγόνους του, που βρίσκεται σε ανάγκη. Και στο σημείο αυτό είναι που η ποιήτρια έρχεται αντιμέτωπη με τις πιο ενδόμυχες, τις καταπιεσμένες και καταχωνιασμένες σκέψεις της, που έχουν να κάνουν με το ενοχικό σύνδρομο που διακατέχονται πολλές φορές οι νεότεροι λόγω της ελλιπούς φροντίδας των ηλικιωμένων ή ακόμη ακόμη της εγκατάλειψης τους σε χέρια αγνώστων. Εκεί είναι που εμφανίζονται οι άλλοι διάβολοι, οι πιο εσωτερικοί της ποιήτριας. Εκείνοι οι διάβολοι δηλαδή που παίρνουν την μορφή των ερινυών, των ενοχών και της ντροπής, εκείνοι οι διάβολοι που δεν αφήνουν στην ποιήτρια κανένα περιθώριο να δικαιολογήσει το βάρος που νιώθει επισκεπτόμενη την πεθερά. Και όντως η τρίτη ηλικία αντιμετωπίζεται σε πολλές κοινωνίες της Δύσης ως βάρος. Δεν είναι τυχαίο λέει η ποιήτρια, ότι παλαιότερα οι ηλικιωμένοι παρουσιάζονταν ως σφεντάμια, ως αιωνόβια δέντρα, γεμάτα γνώση και σοφία, όπου κάτω από την φυλλωσιά τους μαζεύονταν οι νεότεροι, οι απόγονοι, ενώ σήμερα εφευρέθηκαν τα γηροκομεία, για να αποθηκεύονται οι ηλικιωμένοι και οι ανήμποροι εκεί, και οι νεότεροι να τους επισκέπτονται στο επισκεπτήριο της Κυριακής, έχοντας καθησυχάσει εαυτό και κοινωνία, ότι έπραξαν τα δέοντα για τον ηλικιωμένο συγγενή. Καθοριστικό σημείο εκείνο, όπου η ποιήτρια συλλογιέται με σαρκασμό «το σχέδιο “Ίδρυμα” των χωρών της Δύσης», όπου αναρωτιέται για ποιο λόγο να διαμένει κανείς σε διαμέρισμα, αφού ούτως ή άλλως ο άνθρωπος, από την αρχή ως το τέλος της ζωής του, είναι “φροντισμένος” σε ιδρύματα και δομές (όπως παιδικός σταθμός, προνήπιο, νήπιο, σχολείο, φοιτητική εστία, [-εργασιακός χώρος- θα προσθέσω εγώ], οίκος ευγηρίας, νεκροταφείο).
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου με τίτλο «Όσα φέρνει μαζί του το ποτάμι» η ποιήτρια συνομιλεί όχι αποκλειστικά, αλλά ουσιαστικά με τον εαυτό της, όπου ο διάλογος γίνεται πιο εσωτερικός και υπαρξιακός. Η θέαση του κόσμου γύρω της και η πρόσληψη του, άλλαξαν μετά την εμπειρία της με την κατάκοιτη πεθερά. Το υπαρξιακό ζήτημα της τρίτης ηλικίας, και το πως θέλει να ζήσει, αλλά κυρίως το πως θέλει να πεθάνει κάποιος άνθρωπος, βρίσκει στην ενότητα αυτή την ποιητική του έκφανση. Στο ποίημα «Συζητήσεις των ημίνεκρων» (σελ. 93) όπου η ποιήτρια τοποθετεί ως μότο την φράση του Λουκιανού “Οι φτωχοί άνθρωποι έχουν όλοι λόγο να είναι θλιμμένοι· Αυτά που αναγκάστηκαν ν’ αφήσουν πίσω τους, δεν είναι ψιλοπράγματα!” (Νεκρικοί διάλογοι), εκμυστηρεύεται την κοσμοθεωρία της η ποιήτρια για την ζωή. Στο ποίημα της η Χέφτερ τεκμηριώνει την σύντομη φράση διαπιστώνοντας, ότι και ο πιο φτωχός άνθρωπος έχει πράγματα, όντα και βιωμένες στιγμές, για τα οποία θρηνεί και λυπάται που αφήνει πίσω του, οδεύοντας προς τον θάνατο, όπως για παράδειγμα μια γάτα ή ένα τραγούδι, ένα φλιτζάνι κακάο, το θρόισμα των δέντρων ή το αεράκι που μπαίνει από το ανοιχτό παράθυρο. Η Χέφτερ άλλοτε ψυχρά όπως ένας αποστασιοποιημένος και ουδέτερος παρατηρητής, άλλοτε αυθόρμητα και με πάθος, και άλλοτε με χιούμορ και με λεπτεπίλεπτη ειρωνεία, φέρνει στην επιφάνεια της συνείδησης και στην σφαίρα της υπαρξιακής συνειδητοποίησης, όλα όσα οι περισσότεροι άνθρωποι προσπερνούν. Βγάζει από την αφάνεια πολλούς από τους διαβόλους που μας περιβάλλουν αλλά και πολλούς από τους διαβόλους που κουβαλούμε μέσα μας. Κορυφαία η ποιητική σύνθεση τα «Σκίτσα διαβόλων» (σελ. 109), όπου η Χέφτερ περιγράφει ποιητικά, σκιαγραφεί με πολύ οπτικό και παραστατικό τρόπο, τους διαβόλους της, που όσο και να αποδιώχνει, αυτοί βρίσκονται μέσα και έξω από το κεφάλι της, να την τριβελίζουν.

Ο ποιητικός λόγος της Χέφτερ άλλοτε κινείται γρήγορα σαν την ροή ενός χειμάρρου και άλλοτε κινείται αργά και στοχαστικά, επιτρέποντας στον αναγνώστη να αφομοιώσει ό,τι διαβάζει ή/και όσα βλέπει. Ναι, και όσα βλέπει, γιατί η ποιητική σύνθεση της Μαρτίνα Χέφτερ δεν γράφτηκε για να διαβαστεί [μόνο] σιωπηλά και απομονωμένα, να αποτελέσει δηλαδή μια μοναχική και ατομική εμπειρία. Γράφτηκε και για να παρουσιαστεί σκηνικά, ώστε να περικλύσει στην εμπειρία και τους θεατές και έτσι να αποτελέσει μια συλλογική εμπειρία. Για τον λόγο αυτό, σε κάποια σημεία υπάρχουν σημειώσεις ή και υποσημειώσεις που παραπέμπουν σε οδηγίες θεατρικής ερμηνείας και σκηνικής παρουσίασης, αλλού παρεμβάλλονται εντολές ή προτροπές και αλλού περιγράφονται κινήσεις που θα πρέπει να γίνονται παράλληλα με την απαγγελία και αλλού παρατίθενται προτάσεις για μουσικές που θα συνοδεύουν ηχητικά την παράσταση και βίντεο που θα την εμπλουτίζουν. Και γίνεται ευδιάκριτη στο κείμενο η εμπειρία της συγγραφέας ως περφόρμερ, καθώς οι εικόνες που μας μεταφέρει στο βιβλίο της είναι ολοζώντανες, πολύχρωμες, γεμάτες κίνηση και μυρωδιές. Η ολιστική προσέγγιση της Τέχνης, συνδυάζοντας ποιητικό λόγο με ήχο, εικόνα και σκηνική παρουσία, είναι μια προσέγγιση που στην Ελλάδα ακόμη διανύει την βρεφική της ηλικία. Η επιτελεστική ποίηση είναι ένα είδος τέχνης που θέλει μεγαλύτερο πάθος και εμμονή και όραμα εκ μέρους του συγγραφέα, καθώς επιχειρεί να κινητοποιήσει πολλές περισσότερες αισθήσεις στον θεατή απ’ ότι κινητοποιούνται μόνο με την ακρόαση ή μονάχα με την ανάγνωση.

Και πράγματι νομίζω πως η Μαρτίνα Χέφτερ “δουλεύει πάνω στο σημείο τομής μεταξύ κίνησης και γλώσσας”, όπως πολύ εύστοχα αναφέρει η Kristina Maidt-Zinke στο προλογικό της σημείωμα, και καταφέρνει “το ποιητικό πείραμα να το μεταφέρει στο προαύλιο του βασιλείου των νεκρών, ως ένα είδος χορού”. Απομένει λοιπόν να μεταφερθεί και επί σκηνής για τους ζωντανούς στην Ελλάδα, καθώς στην Γερμανία, την παράσταση την υποδέχτηκαν με μεγάλο ενθουσιασμό κριτικοί και θεατές, αναγνωρίζοντας στο πρόσωπο της Μαρτίνα Χέφτερ, όχι μόνο μια μεγάλη ποιήτρια αλλά και μια πολυτάλαντη καλλιτέχνιδα.

(fractal.gr 28.11.2023)

Ημερομηνία

28 Νοέ 2023
Expired!
Κατηγορία