Αναγνωστικές ματιές | Δημήτρης Αλεξίου «Άνθρωποι από χώμα»

Αναγνωστικές ματιές | Δημήτρης Αλεξίου «Άνθρωποι από χώμα»

Ο Δημήτρης Αλεξίου καταθέτει με το πρωτότυπο ως προς την θεματολογία και το εμπνευσμένο ως προς την πλοκή μυθιστόρημα του με τίτλο «Άνθρωποι από χώμα» (εκδόσεις Διόπτρα, 2023), μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα αναγνωστική πρόταση. Η ιστορία του μυθιστορήματος διαδραματίζεται σε ένα μικρό και ορεινό χωριό κάπου στην Ήπειρο, όπου η κατάρρευση τριών στοών από ένα ανθρακωρυχείο, προκαλεί μια ασύλληπτη σε ένταση και μέγεθος φυσική καταστροφή, καταπίνοντας στην κυριολεξία το δημοτικό σχολείο του χωριού, παρασέρνοντας όλα τα παιδιά και τους δασκάλους στον θάνατο. Το μοναδικό παιδί που επέζησε είναι ο εντεκάχρονος Ιορδάνης, γιος του προέδρου του Σωματείου των Ανθρακωρύχων, Μιχάλη Ντάβαρη, μαζί με τον διευθυντή του σχολείου, που βρέθηκαν από τύχη έξω και μακριά από το σχολείο την ώρα της κατολίσθησης.

Στο μυθιστόρημα του ο Αλεξίου, ρίχνει μια βαθιά και αρκετά λοξή ματιά στην κοινωνία της Ελλάδας στις αρχές της δεκαετίας του ‘60 (οπισθόφυλλο), όπου με πολύ παραστατικό και ρεαλιστικό τρόπο αντικατοπτρίζονται τα συναισθήματα της απώλειας και του θανάτου, της διαχείρισης του πανικού και της οργής που κατακλύζουν τους ανθρώπους όταν πρόκειται για τον άδικο χαμό τόσων πολλών μικρών και αθώων παιδιών, αλλά αντικατοπτρίζονται και ηθικές αξίες, όπως είναι η έμπρακτη συμπαράσταση και υποστήριξη, η αλληλεγγύη και η αυταπάρνηση που επιδεικνύουν οι άνθρωποι, εν προκειμένου οι κάτοικοι του χωριού, τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο. Και “παρά την τραγικότητα του γεγονότος, η οποία θα μπορούσε να θεωρηθεί υπερβολική ή να εκληφθεί ως προσπάθεια εκβιασμού του συναισθήματος” όπως δήλωσε ο συγγραφέας σε συνέντευξη του στη Μαρία Τσακίρη (vivlio–life.gr 27/7/23), λειτουργεί το γεγονός από μόνο του ως μια εξισορροπητική και καθησυχαστική δικλείδα, μια βαλβίδα εκτόνωσης ας πούμε, που δίνει στην ιστορία του μυθιστορήματος του Αλεξίου την πρέπουσα αληθοφάνεια και ρεαλιστικότατα, αφού υπήρξε αντίστοιχο πραγματικό περιστατικό το 1966 στο Άμπερφαν της Ουαλίας. Αλλά και στην πλοκή του μυθιστορήματος ο συγγραφέας κατορθώνει να αναδιευθετήσει χωροχρονικά την ιστορία του, τραβώντας αρχικά το ενδιαφέρον του αναγνώστη | της αναγνώστριας, και διατηρώντας το αμείωτο στη συνέχεια και ως το τέλος του βιβλίου.

Με αφορμή αυτή την πρωτόγνωρη και ασυνήθιστη καταστροφή, ο συγγραφέας βρίσκει την ευκαιρία να ανοίξει κάποιες καλά αμπαρωμένες πόρτες της τότε ελληνικής οικογένειας, να ρίξει λίγο φως στις πτυχές της τότε ελληνικής κοινωνίας, να παρουσιάσει τις δυσκολίες και τις κακουχίες τής εργατικής τάξης, κακουχίες που οδηγούσαν σε διεκδικήσεις και απεργιακές κινητοποιήσεις, να παρουσιάσει τις συνθήκες εργασίας και τους κινδύνους που διατρέχαν οι ανθρακωρύχοι, κινδύνους που αψηφούσαν όμως μπρος στην εξασφάλιση της επιβίωσης της οικογένειας τους, να καταθέσει ολοφάνερα τις δολοπλοκίες και τα συμφέροντα όσων διαχειρίζονταν το κεφάλαιο στις επιχειρήσεις, να καταθέσει με πικρία πώς θεσμοί, όπως είναι η δικαιοσύνη και η κοινωνική ισότητα, διαστρεβλώνονται στο όνομα του κέρδους ή/και στο όνομα του αισχροκερδείας.

Ευρηματικές είναι πολλές από τις περιγραφικές και αφηγηματικές τεχνικές του Δημήτρη Αλεξίου με εξέχουσα στιγμή νομίζω, το σημείο εκείνο, όπου εκφράζει -καμουφλαρισμένες με το περίβλημα της παραβολής- τις σοσιαλιστικές του απόψεις για τις ταξικές διαφορές της κοινωνίας και την άδικη κατανομή της περιουσίας και του πλούτου. Γράφει ο συγγραφέας: “[…] Είμαστε τυχεροί που δεν έχουν μυαλό. […] Οι κότες, λέω. Μαλώνουν για τα ψίχουλα που τους πετάμε χωρίς ποτέ να σκέφτονται ότι εμείς έχουμε πολύ περισσότερο φαΐ γι’ αυτές, ώστε να μαλώνουν μ’ εμάς. Κανονικά, αν πεινούσαν, θα έπρεπε να κυνηγούν εσένα τώρα. […]” (σελ. 64). Ή αλλού περιγράφει το νεκροταφείο: “[…] Οι φαντάροι είχαν σκάψει τους ενενήντα λάκκους που χρειάζονταν στην πλαγιά που άπλωνε το διάσελο ανάμεσα στο βουνό και στον διπλανό του λόφο. Θα έλεγε κανείς ότι το μικρό νεκροταφείο είχε αποκτήσει νέα πτέρυγα, σαν μια επιχείρηση που ξαφνικά είδε τις δουλειές της να χτυπούν κόκκινο και αποφάσισε να ανοίξει υποκατάστημα. […]” (σελ. 71). Ευρηματική, αλλά και άκρως ειρωνική, είναι και η επωνυμία “Χιονάτη” που επέλεξε ο συγγραφέας, η επωνυμία για την εταιρεία εξόρυξης άνθρακα που επιχειρούσε στο Βερτίλι. Πόσο λευκό άραγε θα μπορούσε να είναι ένα ορυχείο με κάρβουνο, ένα ορυχείο που εξορύσσει “μαύρο χρυσό”, όπως αποκαλούσαν οι χωρικοί τον άνθρακα, ένα ορυχείο απ’ όπου βγαίναν μαζί με το χώμα και οι άνθρωποι;

Οι «Άνθρωποι από χώμα» είναι ένα μυθιστόρημα που αναδεικνύει σημαντικά ζητήματα πολιτικής και οικονομικής εξουσίας, ζητήματα γνωστά για την εποχή του ’60, που δυστυχώς όμως εξακολουθούν και σήμερα να απασχολούν κάθε πολιτικό ον, αναγνωρίζοντας τις αδικίες εις βάρος πιο αδύναμων και ευάλωτων ομάδων της κοινωνίας. Ιδίως σε περιπτώσεις εργατικών ατυχημάτων ή άλλων δυσχερών καταστάσεων που φέρνει τις εκάστοτε δυνάμεις εξουσίας σε δύσκολη θέση, καθιστώντας τες υπόλογες για αμέλεια ή εσκεμμένη παραμέληση της ασφάλειας των εργασιακών χώρων και των ίδιων των εργαζομένων, διαπιστώνει κανείς το χάσμα μεταξύ των κοινωνικών τάξεων, αλλά και των πολιτικών ιδεολογιών. Ταυτόχρονα όμως είναι και ένα μυθιστόρημα που δίνει έμφαση στο μεγαλείο της ανθρώπινης ύπαρξης, που ακόμη και σε περιπτώσεις ολοκληρωτικής καταστροφής, υπερισχύει η αλληλεγγύη και η μεγαλοψυχία. Σε κάθε περίπτωση πρόκειται για ένα μυθιστόρημα άξιο ανάγνωσης.

literature.gr 7.11.2023

Ημερομηνία

07 Νοέ 2023
Expired!
Κατηγορία