Συνέντευξη στην Κατερίνα Παναγιωτοπούλου για την εφημερίδα Εν Δελφοίς
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ: Σας καλωσορίζω επιλέγοντας ένα ερώτημα που καθρεφτίζει την πληθωριστική εποχή μας: Ανάμεσα στα τόσα πολλά και δύσκολα, με τα οποία ασχολείστε, όπως η μετάφραση, η ποίηση, η διδαχή, αλλά και η φωτογραφία, τι θα επιλέγατε ως το πιο ανακουφιστικό;
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΛΙΑΤΖΟΥΡΑ:
Σας ευχαριστώ πολύ για την πρόσκληση και για το πρώτο ετούτο ερώτημα. Πράγματι διανύουμε μια εποχή που χαρακτηρίζεται από πληθωριστικά μεγέθη σε όλους τους τομείς. Και είναι όντως ανακουφιστικό να έχεις ένα αντιστάθμισμα στους εξαντλητικούς ρυθμούς της ζωής και στις δυσκολίες της καθημερινότητας μας. Οι πληροφορίες πολλές, οι ειδήσεις ανά τον κόσμο καταιγιστικές, η ανθρωπιστική κρίση στο ζενίθ. Οι ασχολίες μου αναλόγως την εποχή και τη διάθεση μου, ανακουφίζουν την εσωτερική μου ανάγκη για ισορροπία. Προσπαθώ να αντισταθμίσω λοιπόν άλλοτε με την ποίηση και άλλοτε με τη φωτογράφιση τα εξωτερικά ερεθίσματα σε εσωτερικές, δημιουργικές διαδικασίες. Η μετάφραση έπεται, καθώς κινείται σε μια άλλη σφαίρα δημιουργικής ενασχόλησης και η διδαχή αποτελεί το βιοποριστικό μου κομμάτι.
Κ.Π.: Ποια είναι η ηλικία της σχέσης σας με την λογοτεχνία;
Κ.Λ.: Είναι πολύχρονη η σχέση μας. Στα φοιτητικά μου χρόνια ανακάλυψα τον μαγικό και μαγευτικό κόσμο της λογοτεχνίας, ανακάλυψα αυτήν την πόρτα που ανοίγοντας την βρίσκεσαι χωροχρονικά όπου επιθυμεί η ψυχή σου.
Κ.Π.: Ποιος είναι ο ρόλος της ποίησης για σας εκτός από το να δίνει υπόσταση σε σκέψεις και συναισθήματα;
Κ.Λ.: Είναι ένας δίαυλος επικοινωνίας μεταξύ του ανθρώπινου είδους. Ένα δίαυλος αμφίδρομος, πολυδιάστατος, πολύχρωμος, πολυεπίπεδος, ανατροφοδοτικός,
Κ.Π.: Επηρεάζεται ο τρόπος γραφής ενός μεταφραστή από τα έργα που μεταφράζει;
Κ.Λ.: Θα έλεγα ότι επηρεάζεται, καθώς ο μεταφραστής | η μεταφράστρια έρχεται σε επαφή με μια διαφορετική λογοτεχνική κουλτούρα, ενός λαού με διαφορετική πολιτισμική ταυτότητα. Στην διαδικασία της μετάφρασης ενεργοποιείται συνειδητά ή και υποσυνείδητα η λογοτεχνική αποδοχή ή η λογοτεχνική απόρριψη του προς μετάφραση κειμένου, οπότε επηρεάζεται αναπόφευκτα και η προσωπική και δημιουργική σκέψη του | της δημιουργού.
Κ.Π.: Θα μπορούσαμε να συγκρίνουμε την Γερμανική με την Ελληνική ποίηση στην εποχή μας;
Κ.Λ.: Με βεβαιότητα όχι, καθώς μιλάμε για τελείως διαφορετικές συνθήκες δημιουργίας, άλλες επιρροές, άλλο λογοτεχνικό υπόβαθρο. Η κάθε χώρα δημιουργεί στις μέρες μας μία τελείως διαφορετική ποιητική παρακαταθήκη, που στην Ιστορία της Λογοτεχνίας θα καταγραφεί αντιστοίχως.
Κ.Π.: Ποιοι είναι οι Γερμανοί ποιητές που θαυμάζετε και γιατί;
Κ.Λ.: Πάντα δυσκολεύομαι να απαντήσω σε αυτήν την ερώτηση, καθώς δεν μπορώ και δεν θέλω να ξεχωρίσω κάποιον | κάποια ή κάποιους ποιητές -είτε γερμανόφωνους είτε Έλληνες. Προσπαθώ να έχω σφαιρική εικόνα της σύγχρονης ποιητικής παραγωγής τόσο στην Γερμανία όσο και στην Ελλάδα. Αλλά και από παλιότερες ποιητικές δημιουργίες, προσπαθώ να έχω μια πανοραμική εικόνα του ποιητικού κάδρου. Δεν μου αρέσουν οι απόλυτες εκθειάσεις μεμονωμένων δημιουργών.
Κ.Π.: Πόσο συντελεί το ποιητικό ύφος στην αποδοχή ενός ποιήματος;
Κ.Λ.: Προσωπικά για μένα παίζει εξαιρετικά σημαντικό ρόλο το ύφος του ποιήματος. Κι αν κατορθωθεί να συγκεραστεί η μορφή και το περιεχόμενο του ποιήματος, κατορθωθεί αυτή η πολυπόθητη εναρμόνιση των δυο αυτών, και το ποίημα αποκτήσει σώμα ακέραιο, πυκνό και συμπαγές, το δημιουργικό αποτέλεσμα αποκτά αναγνωρίσιμα και μοναδικά χαρακτηριστικά. Αποκτά καλλιτεχνική οντότητα με ευδιάκριτη ταυτότητα.
Κ.Π.: Η κλασσική ομορφιά είναι αντικειμενική υπόθεση. Υπ’ αυτή την έννοια υπάρχει αντικειμενική-κλασσική γραφή στην εποχή μας;
Κ.Λ.: Αν αποδεχτούμε τον ισχυρισμό αυτόν, θα δυσκολευτούμε να συγχρονιστούμε με την σημερινή μας εποχή, όπου πορευόμαστε με άκρως υποκειμενικά κριτήρια, τόσο καλλιτεχνικά όσο και λογοτεχνικά. Διανύουμε μια εποχή καλλιτεχνικού και λογοτεχνικού πλουραλισμού, όπου όλα είναι αποδεκτά, εάν και εφόσον δεν προσβάλλουν το ανθρώπινο είδος. Προσωπικά ταυτίζομαι με την άποψη αυτή, που νομίζω είναι και η βάση της δημοκρατικής συνύπαρξης όλων των καλλιτεχνών. Υπό το πρίσμα αυτό λοιπόν θεωρώ πως δεν υπάρχει αντικειμενική-κλασσική γραφή, όπως δεν υπάρχει και μια και μοναδική αλήθεια.
Κ.Π.: Συμφωνείτε ότι μία φωτογραφία μπορεί να δώσει τα ερεθίσματα, που χρειάζεται ένας ποιητής ή ένας συγγραφέας για να εμπνευστεί;
Κ.Λ.: Φυσικά και συμφωνώ. Η φωτογραφία ως τέχνη επειδή υπηρετεί την εικόνα, είτε αυτή αποδίδεται ρεαλιστικά είτε καλλιτεχνικά, αποτελεί ένα οπτικό ερέθισμα που προσπαθεί να συνομιλήσει με τον θεατή. Στα πλαίσια αυτής της συνομιλίας μπορεί όπως και ένας ζωγραφικός πίνακας ή ένα άγαλμα να αποτελέσει την πηγή έμπνευσης για την συγγραφή. Εξάλλου μια εικόνα -λένε- αντιστοιχεί με χίλιες λέξεις.
Κ.Π.: Θα μπορούσαμε να πούμε ότι κάθε βιβλίο σας ακολουθεί έναν συγκεκριμένο θεματικό άξονα;
Κ.Λ.: Όχι. Και τα τέσσερα μου ποιητικά βιβλία ακολουθούν έναν και μοναδικό θεματικό άξονα· τον άνθρωπο. Τα βιβλία μου διαφοροποιούνται όσον αφορά την μορφή τους, το περιεχόμενο όμως παραμένει το ίδιο. Ο άνθρωπος και οι μεγάλες ή οι μικρές του στιγμές.
Κ.Π.: Η τελευταία ποιητική συλλογή σας, η οποία εκδόθηκε πρόσφατα, φέρει τον τίτλο Λευκοί Νάνοι. Σε ποιους απευθύνεται; Μιλήστε μας γι’ αυτή.
Κ.Λ.: Η τελευταία μου ποιητική συλλογή απευθύνεται σε όσους και σε όσες συνειδητοποιούν το μέγεθος και το μεγαλείο του Σύμπαντος, σε αντιδιαστολή με την μικρότητα της ύπαρξης του ανθρώπου. Νομίζουμε πως είμαστε τρανοί και μεγάλοι και αιώνιοι, ωστόσο το πέρασμα μας από την Γη είναι πολύ σύντομο και εφήμερο και εν τέλει ασήμαντο. Ο άνθρωπος έχει πολύ μεγάλη ιδέα για την υπόσταση και τα επιτεύγματα του. Μα αν κοιτάξει κανείς πίσω στην Ιστορία διακρίνει κυρίως τις αέναες προσπάθειες αλληλοεξόντωσης του είδους του ανθρώπου, τις προσπάθειες εξαφάνισης των άλλων ειδών με τα οποία μοιραζόμαστε την πλανήτη Γη και τις προσπάθειες των τελευταίων δεκαετιών ολοκληρωτικής καταστροφής του περιβάλλοντος που μας φιλοξενεί. Και όλα αυτά έχοντας υπόψιν το προσδόκιμο ζωής του ανθρώπου -που στον δυτικό κόσμο τουλάχιστον- είναι τα 78 χρόνια ζωής περίπου. Φυσικά υπάρχουν στον κανόνα της καταστροφής και οι φωτεινές εξαιρέσεις, ωστόσο είναι ελάχιστες και δεν θα αλλάξει τίποτα στο μέλλον, εάν δεν ενώσουμε τις φωνές μας με τις δικές τους.
Κ.Π.: Ποιος είναι ο μεγαλύτερος φόβος σας για το μέλλον της γραφής;
Κ.Λ.: Οι αυριανοί αναγνώστες και συγγραφείς είναι οι σημερινοί μαθητές. Και οι σημερινοί μαθητές δυσκολεύονται να διαβάσουν. Και όταν διαβάζουν, δυσκολεύονται να καταλάβουν όσα έχουν διαβάσει. Και σε καμιά περίπτωση δεν ξέρουν να γράφουν. Δημιουργικά εννοώ. Δεν έχουν κριτική σκέψη, ούτε και φαντασία. Οπότε για ποιο ακριβώς μέλλον της γραφής μιλάμε;
Κ.Π.: Σας ευχαριστώ, ευχόμενη καλή συνέχεια στο έργο σας.
Κ.Λ.: Κι εγώ σας ευχαριστώ για την πολύ ενδιαφέρουσα συνομιλία μας.