Αναγνωστικές ματιές | Γεωργία Συριοπούλου «Bagatelles της οδού Αλκαμένους»
«Μια νίκη επί του τσιμέντου»
Συλλέκτρια εικόνων, μυρωδιών και αισθήσεων από το κέντρο της Αθήνας, η Γεωργία Συριοπούλου, μάς συστήνεται για πρώτη φορά στα ελληνικά γράμματα με τις «Bagatelles της Οδού Αλκαμένους» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Μετρονόμος (2024). Πρόκειται για μια συλλογή σύντομων διηγήσεων, που το καθένα από τα εξήντα αυτά σύντομα πεζά, έχει τα χαρακτηριστικά μιας Bagatelle στην μουσική, μιας μελωδίας δηλαδή μικρής φόρμας, χωρίς αυστηρή δομή, ελαφριά και ενίοτε παιγνιώδης, όπως πληροφορούμαστε από το οπισθόφυλλο του βιβλίου. Μια συλλογή διηγημάτων θα προσθέσω εγώ, που λειτουργεί και ως ένα σύγχρονο χρονογράφημα, όπου αντικατοπτρίζεται ο 21ος αιώνας της Αθήνας προσφέροντας έτσι τεκμήρια που χαρακτηρίζουν τις αλλαγές που συντελέστηκαν και που συντελούνται στην πρωτεύουσα με ταχύτητες που καλπάζουν.
Η συγγραφέας, γέννημα θρέμμα Αθηναία, περιφέρεται στις γειτονιές της Αθήνας, κυρίως στη γειτονιά της οδού Πατησίων, στην οδό Αλκαμένους όπου κατοικεί, καταγράφοντας τις εικόνες που συναντά με την διαύγεια και την ακρίβεια μιας street photographer. Οι εικόνες αυτές αποτελούν μια γέφυρα επικοινωνίας του παρόντος με το παρελθόν, καθώς στα διηγήματα της η Συριοπούλου ανατρέχει σε πολλές συγκριτικές περιγραφές, μιας Αθήνας που εκείνη θυμάται ως παιδί και μιας Αθήνας που έχει αλλάξει με την πάροδο του χρόνου. Μέσα από τις εξιστορήσεις της διακρίνουμε ναι μεν μια νοσταλγία για μια πόλη πιο ανθρώπινη, πιο οικεία, πιο αναγνωρίσιμη, αλλά ταυτόχρονα διακρίνουμε και την αποδοχή της στην αλλαγή, στην διαφορετικότητα, στην μεταβλητότητα των εποχών και των συγκυριών, και διακρίνουμε και την προσπάθεια της να προσαρμοστεί στις αλλαγές αναλύοντας και ενίοτε αποδομώντας τες μέσα από το χιούμορ που την διακρίνει. Πολλές είναι οι φορές που η εικόνα του τόπου ή του σκηνικού που διαδραματίζεται στον τόπο των αφηγήσεων τής δίνει το έναυσμα να περιηγηθεί και σε πιο προσωπικές αναμνήσεις ή και σε πιο ατομικές θεωρήσεις του κόσμου γύρω της, πάντοτε γνωρίζοντας ότι οι μεταβολές που υφίσταντο στον περιβάλλοντα χώρο έχουν επηρεάσει και την ίδια. Γράφει χαρακτηριστικά στο διήγημα της με τίτλο «Άνοια» (σ. 127): […] Ο τόπος που συμβαίνουν όλα αυτά έχει την ηλικία μου. Οι πολυκατοικίες είναι όλες χτισμένες λίγο πριν από μένα να γεννιέμαι ή λίγο μετά. Και εγώ συγχέω όχι τον τόπο αλλά τον χρόνο. Έχω μία εικόνα ανάκατη από τις πολυκατοικίες-παιδιά φρεσκοβαμμένες και αραιοκατοικημένες και εμένα παιδί να κάνω βόλτα με τη μαμά μου, και από τις πολυκατοικίες σε παρακμή και εμένα κοτζάμ γυναίκα. Η αλήθεια είναι ότι οι δρόμοι, η γειτονιά, τα κτίρια παρήκμασαν πριν από μένα. Μια νίκη επί του τσιμέντου. […] Και κάπως έτσι ίσως να λειτουργούν οι καταγραφές-απεικονίσεις της Συριοπούλου, κάπως σαν ένα είδος εξορκισμού της τσιμεντοποίησης και της αποξένωσης του ανθρώπου από την εστία του, το περιβάλλον του, τον συνάνθρωπο του, αλλά ίσως και σαν ένα είδος παρηγοριάς προς τον εαυτό της ότι είμαστε ακόμη σε θέση να αποτίνουμε φόρο τιμής στην αθωότητα των παιδικών μας χρόνων.
Κομβικής σημασίας της συλλογής της Συριοπούλου είναι η εποχή της αντιπαροχής, που άλλαξε αρχιτεκτονικά και κοινωνικά την δομή της Αθήνας. Οι απρόσωπες πολυκατοικίες, που πλέον βρίσκονται υπό κατάρρευση, χρησιμοποιούνται από την συγγραφέα ως αντιπαραβολή για τις σχέσεις των ανθρώπων που πλέον είναι απρόσωπες και υπό κατάρρευση. Οι κάποτε γνώριμες και φιλόξενες γειτονιές έχουν μετατραπεί σε δομές όπου η ανθρώπινη επαφή απουσιάζει κάνοντας την αίσθηση της εγκατάλειψης και της μοναξιάς να φαντάζει ακόμη πιο έντονη, κυρίως για την τρίτη ηλικία που διαμένει στην πρωτεύουσα. Ένας στοχασμός για το πως η ανθρώπινη ανάγκη για εξέλιξη αλλά κυρίως για κέρδος, απέκλεισε το φως από την ζωή των ανθρώπων, υποχρεώνοντας τους να ζούνε σε γκρίζα κουτιά που εκτείνονται προς τον ουρανό, μακριά από το χώμα της γης και το πράσινο της φύσης, που τόσο όμως έχει ανάγκη το μάτι και το πνευμόνι του ανθρώπου. Επίσης, ένα άλλο σημείο που κάνει τούτα τα διηγήματα γοητευτικά, είναι το γεγονός ότι η συγγραφέας ενσωματώνει στην αφήγηση της την μεταβολή στην ανθρωπογεωγραφία της Αθήνας, αναδεικνύοντας το φλέγον θέμα της μετανάστευσης. Γεγονός που εν γένει συνθέτει ένα πολυπολιτισμικό μωσαϊκό που είναι ζητούμενο στην εποχή μας, και που θα έπρεπε να προάγει την θετική αλληλεπίδραση μεταξύ των κατοίκων των γειτονιών, δυστυχώς με την γκετοποίηση και την απομόνωση των ανθρώπων από τον υπάρχοντα κοινωνικό ιστό της Αθήνας, αποτελεί τροχοπέδη στην καλή επικοινωνία των ανθρώπων.
Η ματιά της Γεωργίας Συριοπούλου, είναι μια ματιά πολυπρόσωπη και πολυφωνική. Μια ματιά σε εγρήγορση, που βλέπει την Αθήνα με τα πολλά της πρόσωπα και καταγράφει την Αθήνα με τις πολλές φωνές της. Βλέπει και καταγράφει τον mega έξω κόσμο, που αντανακλάται στον μικρόκοσμο μιας γειτονιάς. Ένας μικρόκοσμος, που με τη σειρά του αποτελεί το σύμπαν του εσωτερικού της κόσμου. Ένας μικρόκοσμος με όλα εκείνα τα βαθύτερα συναισθήματα και τις κοινωνικές μεταλλάξεις που συντελούνται με την πάροδο του χρόνου στον κόσμο που μας περιβάλλει, και αφήνει τα ανεξίτηλα σημάδια του κυρίως στον έσω κόσμο μας. Πρόκειται για ένα βιβλίο, όπου το προσωπικό με το συλλογικό γίνονται ένα κουβάρι, και κατά την ταπεινή μου άποψη, μονάχα έτσι θα μπορούμε να ελπίζουμε.
(fractal.gr 5.11.2024)