Αναγνωστικές ματιές | «Ένας πολύ γλυκός θάνατος»Simone de Beauvoir

Αναγνωστικές ματιές | «Ένας πολύ γλυκός θάνατος»Simone de Beauvoir

«Ένας πολύ γλυκός θάνατος»

Μπορεί ένας θάνατος να είναι γλυκός; και πόσο γλυκός μπορεί να είναι, αφού μιλάμε για εκείνη την μόνιμη, την μη αναστρέψιμη συνθήκη της ζωής, της απώλειας και του αφανισμού του ανθρώπου, που τρομοκρατεί τους πάντες; και ποιος αλήθεια είναι εκείνος που μπορεί να καθαρίσει αν ένας θάνατος είναι γλυκός ή πικρός; ο θανών που βιώνει τον θάνατο; ή οι εναπομείναντες στη ζωή που παραβρίσκονται ως μάρτυρες του γεγονότος;

Αυτές είναι κάποιες από τις πρώτες σκέψεις που ήρθαν στο μυαλό μου, σαν έπιασα ετούτο το βιβλίο στα χέρια μου. Η συγγραφέας και φιλόσοφος Simon de Beauvoir δεν χρειάζεται συστάσεις. Τόσο εκείνη, όσο και ο σύντροφος της Sartre, έχουν αφήσει μια ανεκτίμητη παρακαταθήκη φιλοσοφικών συγγραμμάτων, τροφή για γόνιμες συζητήσεις και αναστοχασμούς. Το συγκεκριμένο βιβλίο με τίτλο «Ένας πολύ γλυκός θάνατος», εκδόθηκε το 1964 στη Γαλλία και επανεκδίδεται και επανακυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο το 2022, σε μετάφραση του Γιώργου Ξεναρίου. Το αφήγημα αποτελεί την αυτοβιογραφική -ημερολογιακή σχεδόν- καταγραφή της διαδρομής προς τον θάνατο, της μητέρας της Simone de Beauvoir, όταν εκείνη διαγνώστηκε με καρκίνο.

Αλλά δεν είναι μόνο η συμπόνια και η συμπάθεια που προκαλεί η ανάγνωση του βιβλίου· συμπόνια προς την μητέρα-πάσχουσα και συμπάθεια προς τις κόρες-συμπάσχουσες. Η ταύτιση με την κατάσταση που περιγράφει η συγγραφέας είναι αναπόφευκτη, καθώς πολλοί από τους αναγνώστες και πολλές από τις αναγνώστριες θα έχουν ζήσει την απώλεια κάποιου αγαπημένου τους πρόσωπου. Παράλληλα όμως με τα συναισθήματα που προκαλεί η ανάγνωση του βιβλίου, σημαντική είναι και όλη η φιλοσοφία που η συγγραφέας παραθέτει στο βιβλίο της. Γιατί μέσα από την περιγραφή του θανάτου η Simone de Beauvoir, μιλά κυρίως για την ζωή.

Αναμφίβολα η συνθήκη του θανάτου είναι μια συνθήκη που όσο και να την εξορκίζεις, να την γειώνεις ή να την μεγεθύνσεις, είναι μια συνθήκη που νομοτελειακά ο άνθρωπος θα βιώσει. Και είναι μια συνθήκη που ο άνθρωπος θα την βιώσει -μια και μοναδική φορά- ως πρωταγωνιστής, αλλά θα την βιώσει και περισσότερες φορές (ίσως;) ως θεατής. Και στο σημείο αυτό νομίζω έγκειται η συγγραφική δεξιοτεχνία της συγγραφέα, που εμπλέκει αυτές τις δυο φιλοσοφικές οπτικές γωνίες του ίδιου έργου. Από την μια ο φόβος, η ανημποριά και η απελπισία της μητέρας. Μιας μητέρας που παρά την αγωνία της, αγάπαγε την ζωή και δεν ήθελε να την αφήσει να ξεγλιστρήσει από τα χέρια της, όχι αμαχητί τουλάχιστον, όπως μας εκμυστηρεύεται η Simone de Beauvoir “Πίστευε στο Θεό, μα παρά την ηλικία της, τους πόνους και τις αρρώστιες, είχε γαντζωθεί με βία και με πείσμα στα γήινα· όσο για τον θάνατο, απέναντι του ένιωθε μια ζωική αποστροφή” (σελ.19). Και φυσικά δεν είναι καθόλου εύκολο, για την κόρη που βρίσκεται στην δυσάρεστη θέση, όχι μόνο να συναισθάνεται την αγωνία της μάνας μπρος στον επερχόμενο θάνατο, αλλά να βλέπει και την εικόνα της, κατάκοιτη σε ένα νοσοκομειακό κρεβάτι, κλείνοντας συχνά τα μάτια, με αναμνήσεις να της σκοτίζουν τον νου, ζαρωμένη και θλιμμένη, υποταγμένη στις αποφάσεις των γιατρών και παραδομένη στις τυπικές και αδιάφορες φροντίδες των νοσοκόμων. Ωστόσο την μεγαλύτερη βαρύτητα την έχει -κατά την άποψη μου- η συνειδητοποίηση του θανάτου. Η συνειδητοποίηση της κόρης, ότι η μάνα είναι τρωτή και ευάλωτη και πάνω απ’ όλα θνητή. Ομολογεί η Simone de Beauvoir ότι “Για μένα η μάνα μου υπήρχε από πάντα και ποτέ δεν είχα σκεφτεί στα σοβαρά ότι μια μέρα, κοντινή τώρα πια, θα την έβλεπα να χάνεται. Ο θάνατός της, όπως και η γέννησή της, τοποθετούνταν σε χρόνο μυθικό. Όταν σκεφτόμουν ότι είχε φτάσει σε ηλικία να πεθάνει, η φράση αυτή ήταν λέξεις κενές, χωρίς περιεχόμενο, όπως τόσες άλλες” (σελ. 26).

Και ακριβώς σε αυτή τη στιγμή ξεκινά το επίπονο ταξίδι της προσωπικής κριτικής και της αυτοκριτικής της κόρης. Η θύμηση της μάνας που ήταν υπερπροστατευτική, απαιτητική, κυκλοθυμική, κτητική και αυταρχική, διεκδικώντας να μονοπωλεί την προσοχή των παιδιών της καλύπτοντας τις προσωπικές της ανάγκες, μιας μάνας ακατανόητης στα εφηβικά και νεανικά μάτια τους, αντικαταστάθηκε από τύψεις και ενοχές για τον χρόνο που μεσολάβησε και χάθηκε, αντικαταστάθηκε από την θλίψη των χαμένων ευκαιριών να μιλήσουν, να εξηγήσουν, να κατανοήσουν η μία την άλλη, να μοιραστούν και να συγχωρήσουν. “Μείναμε με την εντύπωση ότι τις ενοχές αυτές τις εξαγοράσαμε με τις τελευταίες μέρες που τις αφιερώσαμε, με τη γαλήνη που της πρόσφερε η παρουσία μας, με τις νίκες που κατάγαμε κόντρα στον φόβο και τον πόνο” (σελ. 114).

Όσα γράφω εδώ, φαντάζουν στο μυαλό μου πραγματικά φτωχά. Δεν νομίζω ότι μπορώ να κάνω άλλο, από το να παροτρύνω τους αναγνώστες και τις αναγνώστριες που έχουν αντίστοιχες ανησυχίες για την ζωή και τον θάνατο, να διαβάσουν το βιβλίο αυτό και να αφεθούν στις σκέψεις που καταγράφει η Simone de Beauvoir, να αφεθούν στις σκέψεις που κατατρέχουν τον νου της συγγραφέα, αλλά και κάθε σκεπτόμενου ανθρώπου που προβληματίζεται για τις σχέσεις των ανθρώπων, για την σχέση μάνας παιδιού, για την σχέση του ανθρώπου με την ζωή και τον θάνατο· καθώς “Αυτοί που φεύγουν απ’ αυτό τον κόσμο αφήνουν πίσω τους χρόνο καταργημένο· κι όσο μεγαλώνω”, εκμυστηρεύεται η μεγάλη συγγραφέας και φιλόσοφος, “τόσο το παρελθόν μου συστέλλεται και μικραίνει” (σελ. 125). Ίσως η ανάγνωση αυτού του μικρού χρονικού θανάτου της Simone de Beauvoir, εν τέλει, να αποτελέσει μια πολύ καλή ευκαιρία να επισκεφτούμε τους γονείς μας, προτού είναι πολύ αργά.

literature.gr (4.7.2023)

Ημερομηνία

04 Ιούλ 2023
Expired!
Κατηγορία