Αναγνωστικές ματιές | «Η τέχνη της δολοφονίας» του Norbert Gstrein
«Η τέχνη της δολοφονίας»
Ο πολυβραβευμένος Αυστριακός συγγραφέας Norbert Gstrein με το μυθιστόρημα του «Η τέχνη της δολοφονίας» (μτφρ. Χριστίνα Ντρέκου) που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν 2022, είχε ξεσηκώσει την εποχή που είχε κυκλοφορήσει το 2003 στη Γερμανία από τις εκδόσεις Hanser με τίτλο «Das Handwerk des Tötens», θύελλα αντιδράσεων μεταξύ των Γερμανών κριτικών λογοτεχνίας. Σημαντικοί κριτικοί όπως ο Gerrit Bartels (Die Tageszeitung, 9.8.2003) και η Iris Radisch (Die Zeit, 22.12.2003) θεώρησαν πως ο συγγραφέας χρησιμοποιώντας ως αφετηρία την αληθινή ιστορία του πολεμικού ανταποκριτή του περιοδικού Stern -Gabriel Grüner-, που δολοφονήθηκε πισώπλατα μαζί με τον κάμεραμαν του σε μια ενέδρα στο Κόσοβο, παρουσίασε επιπόλαια και άκρως επιφανειακά πτυχές του πολέμου στη Γιουγκοσλαβία, εκθέτοντας τον εν λόγω ρεπόρτερ, καθώς ο Gstrein αφήνει -σύμφωνα πάντα με τους παραπάνω κριτικούς- υπονοούμενα για προπαγανδιστικά σκηνοθετημένες και χειραγωγούμενες ανταποκρίσεις από το πεδίο του πολέμου, που εξυπηρετούσαν προσωπικές ανάγκες και φιλοδοξίες του δολοφονημένου ρεπόρτερ. Επίσης χρέωσαν στον συγγραφέα ότι δεν στάθηκε στο ύψος της λογοτεχνικής του φήμης, ότι έγραψε ένα μυθιστόρημα-αρπαχτή, εκμεταλλευόμενος πραγματικά γεγονότα που είναι “πιασάρικα” και που διεγείρουν το αναγνωστικό ενδιαφέρον (δολοφονία-πόλεμος), ένα μυθιστόρημα χλιαρό και στατικό από πλευράς αφηγηματικών τεχνικών, με πρωταγωνιστή έναν ανώνυμο πρωτοπρόσωπο αφηγητή, που αποτελεί πια μανιέρα στη λογοτεχνία ελλείψει αφηγηματικής δεξιοτεχνίας εκ μέρους του συγγραφέα.
Στον αντίποδα αυτών, έγκριτοι κριτικοί λογοτεχνίας όπως ο Andreas Breitenstein (Neue Zürcher Zeitung, 29.7.2003) και ο Heribert Kuhn (Frankfurter Rundschau, 8.10.2003), εκθείασαν το μυθιστόρημα του Gstrein, αναδεικνύοντας πτυχές της γραφής του συγγραφέα που επιβεβαιώνουν το λογοτεχνικό μεγαλείο του. Θεωρούν ότι ο Gstrein εδραίωσε με τη συγγραφή αυτού του μυθιστορήματος το όνομα του καλού μυθιστοριογράφου και προφανώς επικράτησαν οι θετικές κριτικές αναγνώσεις, αφού ο συγγραφέας απέσπασε με το εν λόγω μυθιστόρημα του το πολύ σημαντικό λογοτεχνικό βραβείο της Γερμανίας Ούβε Τζόνσον (Uwe Johnson Preis, 2003).
Ο Gstrein εμφορούμενος από ένα πραγματικό γεγονός, καταπιάνεται στο βιβλίο του με τις πολλές και πολυδιάστατες δυσκολίες της έρευνας και τις προεκτάσεις της μελέτης πεδίου, που θεωρείται προαπαιτούμενο για την συγγραφή ενός μυθιστορήματος, πράγμα που κατά την άποψη μου έχει δυο επίπεδα ανάγνωσης. Στο πρώτο επίπεδο ο συγγραφέας ξεδιπλώνει το αφήγημα του, ξεκινώντας από τη δολοφονία ενός πολεμικού ανταποκριτή στον πρόσφατο πόλεμο των Βαλκανίων, του Κρίστιαν Αλμάγιερ, γεγονός που θέλει να εκμεταλλευτεί ένας άσημος ταξιδιωτικός δημοσιογράφος, ο Πάουλ, για να συγγράψει το μυθιστόρημα που αφενός θα δικαιώσει τον άδικο χαμό του φίλου του και που αφετέρου θα βγάλει τον ίδιο από την αφάνεια και θα τον καθιερώσει στο λογοτεχνικό πάνθεο. Ο Gstrein δεν έχει την πρόθεση να παρουσιάσει τις πολεμικές συρράξεις στην πρώην Γιουγκοσλαβία ούτε και να μιλήσει υπέρ του ενός ή του άλλου εμπλεκόμενου στον πόλεμο. Πρόθεση του είναι να παρουσιάσει τους ψυχαναγκασμούς και τις υπαρκτές ή φαντασιακές δυσκολίες που έχει να αντιμετωπίσει ένας οποιοσδήποτε εν δυνάμει συγγραφέας -στην περίπτωση μας ο Πάουλ-, που εμπνέεται από ένα πραγματικό γεγονός και θέλει βασιζόμενος σε πραγματικά περιστατικά να ξεδιπλώσει μια πιστευτή αλλά και αξιόπιστη μυθιστοριογραφία. Πρόθεση του Gstrein είναι να παρουσιάσει την συγγραφική εμμονή που κατακλύζει ενίοτε τους συγγραφείς, που έχουν ανάγκη να ισορροπήσουν μέσα από την γραφή τους στην προσωπική τους ζωή και που προσπαθούν μέσα από ένα πετυχημένο μυθιστόρημα να επιβεβαιώσουν την ίδια τους την οντότητα. Πρόθεση του Gstrein είναι να παρουσιάσει την απόλυτη ταύτιση του Πάουλ με τον ρεπόρτερ Αλμάγιερ και την ιστορία του, να παρουσιάσει την άποψη και την εμμονή του Πάουλ ότι ακολουθώντας τη διαδρομή που ακολούθησε ο δολοφονημένος Αλμάγιερ, ερχόμενος σε επαφή με άτομα που συνάντησε εκείνος, ότι θα του αποκαλυφτούν εκείνα τα μυστικά που θα διαλευκάνουν τις συνθήκες δολοφονίας του Αλμάγιερ και που θα αποτελέσουν την μαγιά για να ξετυλιχτεί μια ιστορία ικανή να εξυψώσει ένα απλό μυθιστόρημα σε λογοτεχνικό αριστούργημα, και τον συγγραφέα του, τον Πάουλ, σε λογοτεχνικό δεξιοτεχνίτη.
Σε δεύτερο επίπεδο θεωρώ πως ο Gstrein θέλει με το μυθιστόρημα του να επισημάνει την υποκειμενικότητα που εμπεριέχουν οι πληροφορίες που προέρχονται από πρόσωπα που δεν υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες ενός γεγονότος, αλλά που μεταφέρουν τις πληροφορίες από μνήμης, πράγμα που από μόνο του ενέχει τον κίνδυνο της παραπληροφόρησης, της υπερβολής ή/και της απόκρυψης στοιχείων. Ίσως και για το λόγο αυτό ο Gstrein να ακολούθησε την τεχνική των δαιδαλωδών αφηγήσεων, όπου όλοι όσοι γνώριζαν τον δολοφονημένο ρεπόρτερ μεταφέρουν στοιχεία για την αξιοπιστία του και την εγκυρότητα των ανταποκρίσεων του, στοιχεία όμως που φιλτράρονται από τον ίδιο τον ανώνυμο πρωτοπρόσωπο -αφηγητή, που αποκρίνεται με καχυποψία και σκεπτικισμό, για όλα όσα ακούει, καθώς αποτελούν αυθεντικές μεν, αλλά δευτερογενείς και τριτογενείς πηγές δε. Η μία και μοναδική πρωτογενής πηγή αποτελεί η μαγνητοφώνηση του ρεπόρτερ στο Κοσσυφοπέδιο, σε μια συνάντηση με έναν, αμφιλεγόμενης ηθικής, εμπλεκόμενο του πολέμου, όπου ο ρεπόρτερ Αλμάγιερ τον ρωτά «πως είναι να δολοφονείς έναν άνθρωπο;» και εκείνος δίχως να του απαντήσει του πιέζει το όπλο στο χέρι και τον παροτρύνει να το διαπιστώσει μόνος του, δείχνοντας του νεύοντας, έναν προπορευόμενο αιχμάλωτο πολέμου. Η ηχογράφηση διακόπτεται απότομα. Καμιά απάντηση δεν δίνεται για το παραπάνω ερώτημα, καμία συνέχεια στην εξέλιξη της ιστορίας, απεναντίας ο συγγραφέας Gstrein αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο ο πολεμικός ανταποκριτής να μεταμορφώνεται υπό κατάλληλες συνθήκες σε έναν στυγερό δολοφόνο, απολαμβάνοντας το πλεονέκτημα της δύναμης και της εξουσίας του ισχυρού.
Ο Gstrein στο μυθιστόρημα του δεν κάνει μια απλή περιγραφή του πολέμου σαν μια περίπτωση μεμονωμένη που αποτελεί εξαίρεση του ειρηνικού μας κανόνα, σαν κάτι δηλαδή που δεν συμβαίνει συχνά ούτε και που επαναλαμβάνεται συνεχώς σε διαφορετικά κάθε φορά μήκη και πλάτη της γης· αντιθέτως ο συγγραφέας επιδιώκει να αναδείξει τον πόλεμο σαν μια κατάσταση μόνιμη και πανταχού παρούσα, την οποία έχουμε απλά συνηθίσει, παρακολουθώντας ότι μας πλασάρουν στον εικονικό τους κόσμο τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Μια κατάσταση που ταρακουνά τα επιφανειακώς ήρεμα νερά της καθημερινότητας μας, καθιστώντας όμως κι εμάς συνένοχους του πολέμου, καθώς ο πόλεμος δεν καταστρέφει μόνο τις ζωές των ανθρώπων που θυσιάζονται στον βωμό του, αλλά καταστρέφει και τις ζωές όλων εκείνων που επέζησαν από αυτόν και που καλούνται να συνεχίσουν τη δική τους καθημερινότητα κουβαλώντας το ανεξίτηλο τραύμα του.
Εν κατακλείδι πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που τραβά την προσοχή του αναγνώστη | της αναγνώστριας τόσο για τη θεματολογία και τη πλοκή του, όσο και για την μεγάλη αφηγηματική τέχνη και τεχνική του Gstrein. Και αυτή η αφηγηματική τέχνη αποτέλεσε [κατά την ταπεινή μου άποψη] και το μεταφραστικό στοίχημα της συγκεκριμένης λογοτεχνικής επιλογής των εκδόσεων Βακχικόν. Ένα μεταφραστικό στοίχημα που κέρδισε η μεταφράστρια Χριστίνα Ντρέκου, καθώς η απόδοση της στάθηκε στο ύψος της απαιτητικής γραφής του πρωτότυπου γερμανικού κειμένου, αποδίδοντας την εγκιβωτισμένη αφήγηση και τις μακροσκελείς προτάσεις και παραγράφους, στην ελληνική γλώσσα με αρτιότητα και πληρότητα.
(literatur.gr 4.3.2023)