Αναγνωστικές ματιές | «Photogrey» του Νικήτα Π. Κακκαβά

Αναγνωστικές ματιές | «Photogrey» του Νικήτα Π. Κακκαβά

«Η αλήθεια του παραμυθιού ή το παραμύθι της καθημερινής αλήθειας;»

Η συλλογή διηγημάτων του καρδιολόγου Νικήτα Π. Κακκαβά από την Φλώρινα είναι μια συλλογή με υψηλό πνευματικό πλούτο. Καθένα από τα διηγήματα της συλλογής μας δίνει τροφή για σκέψη, μας δίνει την ευκαιρία να διακόψουμε το παραμύθι της καθημερινότητας για να αναζητήσουμε την αλήθεια του δικού μας παραμυθιού.

Ο τίτλος της συλλογής «Photogrey, Ιστορίες σε ευαισθητοποιημένο χαρτί και χωρίς καταπιεστική τεχνοτροπία» προϊδεάζει εξ αρχής τον αναγνώστη | την αναγνώστρια για το περιεχόμενο των διηγημάτων, για την άμεση σχέση δηλαδή των διηγημάτων της συλλογής με την τέχνη της φωτογραφίας. Το πρώτο συνθετικό της λέξης Photogrey παραπέμπει στην τέχνη της φωτογραφίας και το δεύτερο στην κλίμακα του γκρι, την διαβάθμιση δηλαδή του χρώματος γκρι στην ασπρόμαυρη φωτογραφία. Και πράγματι τα διηγήματα της συλλογής θα μας “εμφανίσουνε” ιστορίες μιας ασπρόμαυρης διαδρομής- ζωής, ιστορίες αποτυπωμένες σε φωτοευαίσθητο ή αλλιώς ευαισθητοποιημένο χαρτί, άλλοτε σε πιο έντονο και σκληρό γκρι και άλλοτε σε πιο μαλακή απόχρωση, αλλά οπωσδήποτε χωρίς κάποια ιδιαίτερη ή καταπιεστική τεχνοτροπία, όπως μας διευκρινίζει ο συγγραφέας. Εξάλλου την άποψη του για την σχέση της τέχνης της φωτογραφίας με την εξέλιξη και πορεία της ζωής, την καταθέτει και στο ομότιτλο πρώτο διήγημα της συλλογής όπου ομολογεί ο αφηγητής: “Κάποιοι λένε πως φωτογράφοι είναι αυτοί που δεν μπόρεσαν να γίνουν ζωγράφοι. Προσπερνώ την άσφαιρη χολή τους· φωτογράφοι γίνονται αυτοί που έπρεπε να είναι ποιητές, αλλά δεν τους ταίριαζε το σχήμα των γραμμάτων. Εγώ, τουλάχιστον, είπα ό,τι είχα και ήθελα να πω με την άρρητη και άγραφη γεωμετρία των ασπρόμαυρων πλάνων. Ο ψευδάργυρος ήταν η δική μου σινική μελάνη.” (Photogrey, σελ. 20-21). Έτσι εξηγείται και γιατί ο συγγραφέας επέλεξε πριν την ανάγνωση των διηγημάτων του να μας καλωσορίζει αφενός με ασπρόμαυρες φωτογραφίες υψηλής αισθητικής του Γιώργου Δημητριάδη, της Μαριάννας Παπαγεωργίου και του Κώστα Παπαϊωάννου και αφετέρου να μας υποδέχεται με στίχους μεγάλων ποιητών | ποιητριών και τραγουδοποιών (Κική Δημουλά, Γιάννη Βαρβέρη, Τάσο Λειβαδίτη, Μιχάλη Γκανά, Διονύση Σαββόπουλο κ.α.).

Και κάπως έτσι εξελίσσονται και οι δεκαέξι ιστορίες του Νικήτα Π. Κακκαβά. Ανθρώπινες ιστορίες, καθημερινές ιστορίες που διαδραματίζονται στη Βόρειο Ελλάδα κυρίως στη Θεσσαλονίκη και στην Φλώρινα και που πραγματεύονται στιγμιότυπα από ζωές ανθρώπων καθημερινών, ανθρώπων της διπλανής πόρτας, ανθρώπων που συναντά κανείς στο διάβα του, αλλά δεν τους προσέχει και τους προσπερνά, καθώς δεν τους γνωρίζει. Ωστόσο ο συγγραφέας κατέχει καλά την τέχνη της αφήγησης, χειρίζεται τα εργαλεία της με μαεστρία. Αφηγείται με λόγο ρέοντα και εξαιρετικά πλούσιο. Οι περιγραφές του είναι ολοζώντανες, σαν να βρίσκεσαι κι εσύ κάπου σε δεύτερο ή και τρίτο επίπεδο μέσα στο φωτογραφικό του κάδρο και να παρακολουθείς την εξέλιξη των ιστοριών του από κοντά. Και αυτό είναι -κατά την ταπεινή μου άποψη- και το συναρπαστικό στα διηγήματα του Κακκαβά, το γεγονός δηλαδή ότι σε τραβά μέσα στο φωτογραφικό του κάδρο, σε κάνει μέρος της ιστορίας του, σε οδηγεί στο σημείο εκείνο να ταυτιστείς με τους πρωταγωνιστές του, να σκεφτείς πως κάτι παρόμοιο έχεις ζήσει και ο ίδιος | η ίδια, ή να φανταστείς τον εαυτό σου στη θέση τους, πως θα μπορούσες να είχες κι εσύ ζήσει κάτι παρόμοιο· και ακριβώς σε αυτό το σημείο της προσωπικής ταύτισης του αναγνώστη | της αναγνώστριας είναι που ο συγγραφέας έχει πετύχει εξολοκλήρου στην επικοινωνία του με το αναγνωστικό του κοινό. Αυτή η επικοινωνία δεν είναι εξάλλου ο πολυπόθητος σκοπός στη συγγραφή; Ο συγγραφέας στην εν λόγω συλλογή κατορθώνει το ακατόρθωτο. Κατορθώνει και σε μεταφέρει εντός των διηγήσεων του και σε κάνει να βρεθείς αυγουστιάτικα σε ένα ημισκότεινο διαμέρισμα δίπλα στην περιβόητη Κυβέλη και να την φροντίζεις, ή να νιώθεις την κάψα του έρωτα του Σεφέρη για την Μαρίκα Λόντου -την Μαρώ του, ή να αισθάνεσαι την απελπισία του αυτόχειρα που χρωστά χρήματα σε τοκογλύφους, ή να ακούς από τα χείλη του γέροντα-συνταξιδιώτη σου μέσα στο τρένο την ιστορία της οικογένειας σου, μόνο που την μαθαίνεις από άλλη, διαφορετική σκοπιά, ή να συναισθάνεσαι την ερήμωση και την μοναξιά του ανθρώπου που μεγάλωσε και γέρασε και που γνωρίζει καλά πως η ζωή του πορεύεται προς το τέλος της. Και είναι ακριβώς αυτή η ερήμωση και η μοναξιά που διατρέχουν όλα τα διηγήματα της συλλογής του Κακκαβά και τα κάνουν τόσο οικεία και τόσο νοσταλγικά. Οικεία και νοσταλγικά για ανθρώπους που γνωρίζουν καλά πόσο σύντομη είναι η ζωή και πόσο γρήγορα περνά. Για ανθρώπους που γνωρίζουν πόσο εφήμερη και ασήμαντη ίσως υπήρξε η ύπαρξη τους. Και σ’ αυτήν την συνειδητοποίηση των ανθρώπων είναι που δίνει λόγο, που δίνει μορφή ο συγγραφέας στο τελευταίο διήγημα της συλλογής του με τίτλο Νυχτερινό #2 στο αποχαιρετιστήριο γράμμα του γέροντα πατέρα, που ζει τις τελευταίες του μέρες μόνος και έρημος σε κάποιο γεροκομείο αναμένοντας το μοιραίο, προς τον ξενιτεμένο του γιο. Και ομολογεί ο γέροντας: “Ήμουν σ’ όλη τη ζωή μου μια ευτυχής δυνατότητα, ωστόσο θλιβερά ανεκπλήρωτη. […] Με πίστευα για ψηλό βουνό αγόρι μου, αλλά αυτό ήταν η αυταπάτη σκιά του λοφίσκου που υπήρξα.” (σελ. 202-203).

εκδόσεις Ρώμη, 2021

(fractal.gr 26.4.2023)

Ημερομηνία

26 Απρ 2023
Expired!
Κατηγορία